ΚΩΣΤΗΣ ΜΠΑΣΤΙΑΣ

Κατηγορία: Βιογραφικά Θεατρικά
Εμφανίσεις: 27007
{mosimage}Δημοσιογράφος, πεζογράφος, θεατράνθρωπος με όραμα και πυγμή, ένθερμος υποστηριχτής του δημοτικισμού(1). Ο Κωστής Μπαστιάς υπήρξε μια πολυδιάστατη προσωπικότητα που άφησε αναλλοίωτα τα ίχνη του στην ιστορία των τεχνών και των γραμμάτων του τόπου μας. Ενθουσίασε με τις δημοσιογραφικές του επιτυχίες αλλά και προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις με τα άρθρα του.

Έπεισε ως και δικτάτορες για την αξία των προσωπικών του οραμάτων(2), συνέβαλε στη διεθνή αναγνώριση του Εθνικού Θεάτρου(3), ίδρυσε το Βασιλικό Θέατρο της Θεσσαλονίκης, τη Λυρική Σκηνή, το περιοδεύον Άρμα Θέσπιδος, τους θεσμούς των Κρατικών Λογοτεχνικών Βραβείων και της Πανελλήνιας Καλλιτεχνικής Έκθεσης, καθιέρωσε την αναβίωση του αρχαίου δράματος στο Ηρώδειο και στην Επίδαυρο(4), ανακάλυψε και στήριξε στα πρώτα της βήματα την Μαρία Κάλλας,(5) κ.ά.  

Ο Αιμίλιος Κωνσταντίνος Μπαστουνόπουλος, γνωστός με το όνομα Κωστής Μπαστιάς, γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου το 1901. Ήταν το τέταρτο κατά σειρά –αλλά το δεύτερο που επέζησε- παιδί του ανθυπολοχαγού της Οικονομίας Ιωάννη Θ. Μπαστουνόπουλου και της Αιμιλίας, το γένος Μάρκου Παπαδόπουλου. Κάποια χρόνια του δημοτικού και του γυμνασίου τα πέρασε σε γαλλικά σχολεία της Αθήνας και του Ναυπλίου, αλλά τις γυμνασιακές του σπουδές τις ολοκλήρωσε στην Ερμούπολη, όπου ασχολήθηκε, παράλληλα, με τη δημοσιογραφία, εκδίδοντας το φιλολογικό και κοινωνιολογικό περιοδικό «Αναγέννησις», με την πολιτική, εκφράζοντας και υποστηρίζοντας με κάθε τρόπο τις σοσιαλιστικές του ιδέες και, τέλος, ασχολήθηκε ερασιτεχνικά με το θέατρο.

Στη συνέχεια, αφού φοίτησε για μικρό χρονικό διάστημα στη Νομική Αθηνών, υπηρέτησε στη Μικρά Ασία όπου τραυματίστηκε και επέστρεψε ένα χρόνο μετά στην Ερμούπολη. Τότε οι γονείς του τον ανάγκασαν να διακόψει τις νομικές σπουδές και τον έστειλαν στην Κέρκυρα όπου γράφτηκε στη νεοσυσταθείσα Σχολή Αστυνομίας Πόλεων.

{smoothgallery timed=true}
Παράλληλα, εισχώρησε στους σοσιαλιστικούς και φιλολογικούς κύκλους της πόλης, κερδίζοντας την εκτίμηση πολύ σημαντικών ανθρώπων του πνεύματος. Στην Κέρκυρα έγραψε το πρώτο του θεατρικό έργο το οποίο παρουσιάστηκε λίγους μήνες μετά από μεγάλο θίασο της Αθήνας.

Στη συνέχεια εργάστηκε στο πρώτο αστυνομικό τμήμα που δημιουργήθηκε στον Πειραιά, αλλά ένα χρόνο μετά παραιτήθηκε και αφοσιώθηκε στη δημοσιογραφία και τη συγγραφή μελετών και θεατρικών έργων. Έκτοτε άρχισε για τον Κωνσταντίνο Μπαστουνόπουλο, που άλλαξε το όνομά του σε Μπαστιάς (από τη συριανή καθολική εκκλησία «Σα Μπαστιά») μια ραγδαία πορεία προς την επίτευξη κάθε στόχου του.

Του εμπιστεύτηκαν τη Διεύθυνση Σύνταξης πολλών εφημερίδων και το όνομα του συνδέθηκε με μεγάλες δημοσιογραφικές επιτυχίες, παίρνοντας συνεντεύξεις από σημαντικούς πολιτικούς άνδρες και πνευματικούς ανθρώπους της εποχής του. Έγινε εκδότης φιλόδοξων εφημερίδων και περιοδικών όπως «Η Ηχώ της Ελλάδος» και  τα «Ελληνικά Γράμματα» κ.ά.
{mosimage}
Καθ’όλη τη διάρκεια της ζωής του ασχολήθηκε με τη συγγραφή μελετών αλλά και έργων λογοτεχνίας που επαινέθηκαν από τους πιο έγκριτους κριτικούς. Παράλληλα συνέχισε να γράφει θεατρικά έργα τα οποία παρουσιάζονταν από τους πιο σημαντικούς θιάσους, να παρακολουθεί όλες τις παραστάσεις που ανέβαιναν στην Αθήνα και να γράφει κριτικές, τις οποίες υπολόγιζαν όλοι οι θεατράνθρωποι.

Ο Κωστής Μπαστιάς δραστηριοποιήθηκε σε κάθε τομέα που αφορούσε την τέχνη και τον πολιτισμό. Έτσι το όνομά του αναφέρεται ανάμεσα στα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, στο Δ.Σ. της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών αλλά και στη Διεύθυνση Γραμμάτων και Καλών Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας, όπου  διετέλεσε διευθυντής.

Σταθμός στη ζωή του ήταν η συνεργασία του με το Εθνικό Θέατρο στο οποίο αρχικά εργάστηκε (1930-1934) ως γενικός γραμματέας (με διευθυντή τον Ιωάννη Γρυπάρη και σκηνοθέτη τον Φώτο Πολίτη), ως εισηγητής του δραματολογίου και ως καθηγητής της ιστορίας του θεάτρου (1935-1937), ως γενικός διευθυντής (1937-1940). Κατά την περίοδο αυτή ο Κ. Μπαστιάς είδε να πραγματοποιείται και ένα από τα πιο φιλόδοξα σχέδιά του, η ίδρυση της Εθνική Λυρικής Σκηνής.

Από το 1946 έως και το 1954 έζησε στις ΗΠΑ. Εκεί εργάστηκε ως ανταποκριτής της εφημερίδας Βραδυνή, ως αρθρογράφος της εφημερίδας Εθνικός Κήρυξ και στη συνέχεια ως σύμβουλος πνευματικών σχέσεων της Ελληνικής Πρεσβείας στην Ουάσιγκτον. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα συνέχισε τη συνεργασία του με την Βραδυνή, ανέλαβε ξανά τη γενική διεύθυνση της Λυρικής Σκηνής (1959) και τη γενική διεύθυνση του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας (1961).

Το 1964 επανεμφανίστηκε στο χώρο των εκδόσεων με το περιοδικό ΑΛΦΑ το οποίο ανέστειλε την κυκλοφορία του το 1968. Ο Κωστής Μπαστιάς συνέχισε να συνεργάζεται με τη Βραδυνή ως αρθρογράφος και χρονογράφος ως το θάνατό του τον Δεκέμβριο του 1972.

Την τελευταία δεκαετία της ζωής του παρασημοφορήθηκε από τον στρατάρχη Τίτο (1961) και από τον στρατηγό ντε Γκωλ ο οποίος του απένειμε το παράσημο του γαλλικού τάγματος της Λεγεώνας της Τιμής (1963), ενώ το 1938 του είχε απονεμηθεί το παράσημο του τάγματος του Ιταλικού Στέμματος με τον βαθμό του commendatore, το μετάλλιο της πόλης των Αθηνών από το δήμαρχο Αμβρόσιο Πλυτά,  το παράσημο του Ανώτερου Ταξιάρχη του Νείλου από τον πρεσβευτή της Αιγύπτου, εκ μέρους του βασιλέα Φαρούκ, κ.ά . 

{mosimage}
Ο πεζογράφος Κωστής Μπαστιάς

Ο Κωστής Μπαστιάς άρχισε να ασχολείται με την πεζογραφία το 1918, έτος κατά το οποίο παρουσίασε από τις σελίδες του περιοδικού Αναγέννησις, το πρώτο του διήγημα με τον τίτλο «Δύο πληγές». Έκτοτε έγραψε πλήθος άλλων διηγημάτων, θεατρικά έργα:
νουβέλες, μυθιστορίες:
ιστορικά αναγνώσματα, αφηγήματα, δοκίμια, κ.ά.

Ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσαν:


Είπαν για τον… πεζογράφο Κωστή Μπαστιά

 «Έως τώρα είχα γνωρίσει τον κ. Κωστή Μπαστιά όχι σαν λογοτέχνη, μα μόνο σαν άνθρωπο με δράση, με μεγάλη μάλιστα δράση και ζωντανό, όπως λένε για τους ανθρώπους που έχουν τις ικανότητες να μανουβράρουν στο δύσκολο ταξίδι της ζωής και να τα καταφέρνουν ακόμα και όταν έχουν κόντρα τον άνεμο […] Όταν πήρα λοιπόν το νέο του βιβλίο στα χέρια μου [και] άρχισα να διαβάζω, έτριβα τα μάτια μου από κατάπληξι, ήμουν μαγεμένος από την ευχαρίστησι, ανατρίχιαζα από συγκίνησι και μεθούσα από ενθουσιασμό. Είχα μπροστά μου έναν ποιητή, έναν αληθινό ποιητή, ένα στυλίστα της μητρικής μας γλώσσης». 
(Παντελής Χορν – «Λογικά και παράλογα. Τα’ Αλιευτικά», εφημ. Η Βραδυνή, 23 Σεπτεμβρίου 1935)


«Είδα με χαρά πως η τύρβη της δημοσιογραφίας δεν έκοψε [του Μπαστιά] το παληό ποιητικό νήμα, αντίθετα μάλιστα το βλέπω ζωηρό και ξανανηωμένο […] Τελειώνει το ωραίο αυτό βιβλίο με μερικές αφηγήσεις ψαράδικες, τύπου ανεκδότου καιηθογραφίας. Η κατακλείδα τούτη θα ήρχετο αρμονικώτατα να δώση επίλογο στο όλο ποίημα, αν δεν υπήρχε έκδηλη η τάση της ταξικής διαίρεσης, ένα είδος αριστερισμού διάχυτο, που
μεταβάλλει την ατμόσφαιρα της αγάπης των κεφαλαίων της αρχής και της αμεριμνησίας σε ατμόσφαιρα μίσους και πάλης».
(Τ. Κ. Παπατσώνης «Κωστή Μπαστιά: ‘Αλιευτικά’», περ. Ελληνικά Φύλλα, Δεκέμβριος 1935).


…τον τιμονιέρη του Βασιλικού Θεάτρου
{mosimage}
«Κι ο Μπαστιάς ήτανε πυγμή…όχι αστεία. Μπορεί να ήταν του Μεταξά άνθρωπος, αγαπούσε όμως πάρα πολύ το θέατρο και ήτανε πάρα πολύ δίκαιος. […] Εδώ ο Μανιαδάκης μπήκε στο θέατρο και είπε στον Μπαστιά να διώξει τον Βεάκη. Γιατί ο Βεάκης ήταν κομμουνιστής. […] Και του είπε «έξω» ο Μπαστιάς. «Στο θέαρο εγώ διοικώ. Εγώ διευθύνω το θέατρο». […] Και τον έβγαλε έξω τον Μανιαδάκη. Δεν ξέρετε τι ήταν ο Μανιαδάκης. […] Κι όμως ο Μπαστιάς τον πέταξε έξω. […] Και να σας πω κι άλλο ένα γεγονός. Στις προσλήψεις δεν έμπαινε κανείς με μέσο. Κανένας. Ο Θεός να κατέβαινε. Και η κυρία Μεταξά στέλνει μία, […] για να πάρουν κάποια στο μπαλέτο. Και σηκώνεται ο Μπαστιάς και λέει, «Εγώ φεύγω από το θέατρο. Να έρθει η κυρία Μεταξά να διευθύνει το θέατρο». Έτσι! Για τη γυναίκα του Μεταξά. […] Αυτό δεν είναι ψέμα, δεν είναι διάδοση. Το’ζησα. Το’ζησα και το θαύμασα».
(Έλλη Νικολαΐδου Διευθύντρια χορωδίας της Λυρικής, η οποία κατά την περίοδο του Εμφυλίου είχε χαρακτηριστεί ως κομμουνίστρια και είχε εξοριστεί στη Μακρόνησο και αλλού) σελ. 265-66 Καστανιώτης

«…ένα θαυμασίως διοικούμενο ίδρυμα, το οποίον κατώρθωσε να κρατηθή εις ένα αδιαπτώτως ανώτερον επίπεδον εν μέσω των πολιτικών ανωμαλιών της Ελλάδος…[…]…και τώρα υπό την γενικήν διεύθυνσιν του κ. Μπαστιά και την σκηνοθεσίαν του κ. Ροντήρη, εργάζεται ένας θίασος, ο οποίος, εν συνόλω και κατ’ άτομον, δυσκόλως δύναται να υπερβληθή».
(«Τι έγραψαν οι ‘Τάϊμς’ του Λονδίνου διά το Βασιλικόν Θέατρον», εφημ. Ακρόπολις, 11 Αυγούστου 1938) σελ. 284


(1) Ο Κωστής Μπαστιάς ήρθε σε επαφή με το κίνημα του δημοτικισμού σε πολύ νεαρή ηλικία και, επηρεασμένος από την προσωπικότητα του Αλέξανδρου Δελμούζου, έγινε ένθερμος οπαδός του κινήματος.  Όλα ξεκίνησαν, την εποχή που εκδικαζόταν στο Ναύπλιο η δίκη των «Αθεϊκών».

(2) Ο Κωστής Μπαστιάς αποφάσισε να συνεργαστεί με το καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά, αναλαμβάνοντας καθήκοντα γενικού διευθυντή στο Βασιλικό Θέατρο και στη διεύθυνση Τεχνών και Γραμμάτων του Υπουργείου Παιδείας. Έτσι, αν και οι πολιτικές του θέσεις ήταν αντίθετες με το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, αποφάσισε να δεχτεί την πρόταση του Μεταξά, γιατί τη θεώρησε μεγάλη ευκαιρία για τον ίδιο να δημιουργήσει γερές βάσεις στον πολιτισμό, δίνοντας λύση στα προβλήματα που αντιμετώπιζε η κρατική σκηνή και γενικότερα ο κόσμος των τεχνών και των γραμμάτων. Για να το επιτύχει όμως αυτό, φρόντισε να προειδοποιήσει τον Μεταξά ότι δεν ήταν διατεθειμένος να δεχτεί «συστάσεις» υπουργών ή άλλων προσώπων ή των ανθρώπων της Ασφάλειας για την επιλογή των έργων και των συνεργατών του. Ο Μεταξάς θορυβήθηκε από τις απαιτήσεις του Μπαστιά, μια που ως γνωστόν πολλοί καλλιτέχνες της εποχής ήταν αριστεροί, αλλά τελικά η επιθυμία του να αναβαθμίσει τον πολιτισμό, τον ανάγκασε να υποχωρήσει. Γι’ αυτό το λόγο, όχι μόνο δεν επενέβη ούτε μια φορά στις επιλογές των συνεργατών του, αλλά αντίθετα μάλιστα, χάρη στην εμπιστοσύνη που είχε στον «τιμονιέρη» της κρατικής σκηνής, έδωσε την ευκαιρία στον Μπαστιά να απαλλάξει αρκετούς συνεργάτες του από τα νύχια του πανίσχυρου Υπουργού Δημοσίας Τάξεως Κωνσταντίνου Μανιαδάκη. Και είναι αλήθεια πως επί ημερών του Μπαστιά στη θέση του γενικού διευθυντή, το Βασιλικό Θέατρο έζησε μεγάλες δόξες. Εξελίχτηκε στο σημαντικότερο πνευματικό και καλλιτεχνικό ίδρυμα του τόπου, αλλά και στην επίσημη βιτρίνα του κράτους, μια που δεξιωνόταν τους διακεκριμένους ξένους του ή χρησιμοποιούνταν για πνευματικές εκδηλώσεις, όπως η απονομή λογοτεχνικών βραβείων κ.ά.

(3) Ένα βασικό βήμα προς τη διεθνή αναγνώριση του Βασιλικού Θεάτρου έγινε όταν το 1938 άρχισαν να επισκέπτονται την Αθήνα ξένοι θίασοι οι οποίοι παρουσίαζαν από τη σκηνή της Αγίου Κωνσταντίνου θεατρικές παραστάσεις υψηλού επιπέδου. Δράττοντας αυτή την ευκαιρία, ο Μπαστιάς διαπραγματεύτηκε την επίσκεψη του Βασιλικού στη Γερμανία και στην Αγγλία και κατάφερε να πραγματοποιηθεί το 1939 η λεγόμενη στους θεατρικούς κύκλους «Μεγάλη Τουρνέ», δηλαδή η περιοδεία του Βασιλικού Θεάτρου στην Αγγλία και στη Γερμανία με τα έργα «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή (σε μετάφραση Γιάννη Γρυπάρη και μουσική Δημήτρη Μητρόπουλου) και «Άμλετ» του Σαίξπηρ. Η μεγάλη επιτυχία που σημείωσαν οι παραστάσεις στην Αγγλία στάθηκε αφορμή για τις αγγλικές εφημερίδες να τοποθετήσουν το Βασιλικό Θέατρο στην ίδια θέση με τα σημαντικότερα θέατρα της εποχής, όπως η Comedie Francaise και το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας.

(4) Η προώθηση των πολιτιστικών πραγμάτων του τόπου δεν αφορούσε μόνο το Βασιλικό Θέατρο. Την ίδια περίοδο ο Κωστής Μπαστιάς υποστήριξε με σθένος το δικαίωμα καλλιτεχνών που εκπροσωπούσαν τις νεωτεριστικές τάσεις (εξπρεσιονισμός, σουρεαλισμός, κυβισμός) να συμμετέχουν στην πρώτη ετήσια «Πανελλήνια Καλλιτεχνική Έκθεση» (1938). Δημιούργησε τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών –όπου
συστεγάζονταν η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, η Ένωσις Σωματείων Εικαστικών Τεχνών και η Ένωσις Ελλήνων Μουσουργών, στερέωσε οριστικά τη Συμφωνική Ορχήστρα, μονιμοποιώντας τα μέλη της, τα οποία έως τότε αμείβονταν μόνο πέντε μήνες το χρόνο, εγκαινίασε το θεσμό των κρατικών λογοτεχνικών βραβείων, ίδρυσε την Εθνική Λυρική Σκηνή, κ.ά.

(5) Σημαντικότατη υπήρξε η συμβολή του στη λαμπρή καριέρα της Μαριάννας Καλογεροπούλου, γνωστή στο ευρύ κοινό ως Μαρία Καλλάς.Η Μαριάννα Καλογεροπούλου, μαθήτρια της Ισπανίδας υψίφωνης Elvira de Hidalgo, ήταν μόλις δεκάξι χρόνων όταν η δασκάλα της αποφάσισε να την παρουσιάσει στον Μπαστιά ζητώντας του να την βοηθήσει. «…Είναι πάρα πολύ φτωχή και πρέπει να την υποστηρίξουμε, για να σώσουμε μια φωνή που, είμαι σίγουρη, προορίζεται για λαμπρή διεθνή καριέρα» (Γιάννη Μπαστιά «Κωστής Μπαστιάς. Δημοσιογραφία-Θέατρο-Λογοτεχνία», Εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 333), του είχε πει, για να την ακούσει. Μια βδομάδα αργότερα, με εντολή του Κωστή Μπαστιά, η δεκαεξάχρονη κοπέλα υπέγραψε το πρώτο της συμβόλαιο ως χορωδός της Λυρικής Σκηνής, αλλά με εντολή του δε συμμετείχε στις εργασίες της χορωδίας, για να έχει χρόνο να ολοκληρώσει τις σπουδές της με την Hidalgo.

Σημείωση: Τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για τη συγγραφή του παρόντος κειμένου προέρχονται από τα βιβλία του Γιάννη Μπαστιά
«Κωστής Μπαστιάς. Δημοσιογραφία – Θέατρο – Λογοτεχνία» (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2005)
και
«Ο Κωστής Μπαστιάς στα χρόνια του Μεσοπολέμου» (Εκδοτική Αθηνών,1997 / α, β τόμος.)
FaLang translation system by Faboba