Η Εκδρομή Ξεκίνησε...
{mosimage}
Τα παιδιά χαρούμενα ετοιμάζονται να ζήσουν
μία αξέχαστη εμπειρία. Με ανυπομονησία
τρέχουν στα πούλμαν... Σπρώχνονται, φωνάζουν, γελούν.
Η εκδρομή ξεκίνησε...
Τα παιδιά χαρούμενα ετοιμάζονται να ζήσουν μία αξέχαστη εμπειρία. Με ανυπομονησία τρέχουν στα πούλμαν…Σπρώχνονται, φωνάζουν, γελούν. Η εκδρομή ξεκίνησε……
Μία εκδρομή περίεργη, μία εκδρομή που κράτησε λίγο παραπάνω από τις υπόλοιπες…..Μία εκδρομή που δυστυχώς τελείωσε…..Όλα όσα προλάβαμε να ζήσουμε προβάλλονται μπροστά μας σαν ταινία με φόντο…τα ήρεμα και συνάμα μανιασμένα νερά της λίμνης, με φόντο τη βροχή που δε λέει να σταματήσει, με φόντο την υγρασία που στέκεται στο τζάμι του παραθύρου μιας φοιτητικής γκαρσονιέρας και αφήνει τα υγρά αποτυπώματά της, με φόντο τον καυτό ήλιο, με φόντο….όλους εμάς.
Τα νερά της λίμνης είναι ήρεμα και γαλήνια. Τα χαζεύεις για μια στιγμή, καθώς σκέφτεσαι…. Ξαφνικά τα κυριεύει μια ανελέητη ένταση…Αγριεύουν, κυματίζουν με ρυθμό και μανία. Τα ξερά φύλλα από τα πλατάνια κατά μήκος της λίμνης ανασηκώνονται με τη βοήθεια του ανέμου και μπαίνουν στο μανιασμένο χορό των κυμάτων της. Μια χαμηλή και θολή ομίχλη που κατεβαίνει αργά αργά από τα τριγύρω χιονισμένα βουνά κάνει την ατμόσφαιρα γκρίζα και σκορπίζει παντού μία αναπάντεχη υγρασία. Οι άνθρωποι που περπατούν κατά μήκος της λίμνης, σφίγγουν τα παλτά τους με δύναμη. Απότομο και ξαφνικό τούτο το κρύο.
Η ομίχλη σταδιακά χάνεται και ξεπροβάλλουν τα σύννεφα, που ήδη σκεπάζουν την πόλη εδώ και μέρες. Πυκνώνουν και μεταμορφώνονται σε στάλες…. Οι στάλες σε βροχή…. που δυναμώνει σιγά σιγά. Ο άνεμος που φυσά, η βροχή, τα ξερά φύλλα, τα νερά της λίμνης ανακατεύονται, γίνονται ένα σώμα που παίρνει σάρκα και οστά. Γίνονται εικόνες, εικόνες γνώριμες κι αγαπημένες…..με μουσικές, χρώματα, μυρωδιές και ήχους. Όλα μαζί βολτάρουν στα στενά σοκάκια της πόλης, στα μπαράκια και στα τσιπουράδικα, στις καφετέριες, στα σπίτια. Αμέτρητες εικόνες….Η μυρωδιά της βροχής σε κυριεύει, η υγρασία της διαπερνά όλο σου το είναι…Τα ρούχα μουσκεύουν…Και τι έγινε; Το πάρτυ μόλις άρχισε….Μέσα στη ζάλη της βροχής ένα κορίτσι με φούτερ και φόρμα, ανέμελο, χωρίς μακιγιάζ, με τα μαλλιά μαζεμένα πίσω και ένα χαμόγελο στα χείλη, τρέχει. Τρέχει στο φως της μέρας και της νύχτας. Αχ αυτή η νύχτα έχει ένα φως κι ας βρέχει κι ας κάνει κρύο…
Ο ήλιος αργεί να έρθει…Όταν έρχεται, όμως, είναι τόσο όμορφος, τόσο λαμπερός. Αγκαλιάζει γενναιόδωρα κάθε γωνιά αυτής της πόλης, τα παλιά αρχοντικά, τις πλατείες, τα πάρκα, τους ανθρώπους...Η λίμνη αποκτά μια άλλη μορφή ζωής. Γεμίζει φωτεινά χρώματα και πάλλεται από διαπεραστικούς ήχους… Στο βάθος ακούγονται τα πουλιά που κρώζουν, οι φωνές, οι συζητήσεις για αγάπες που πέρασαν…’Όλα πλανώνται στον αέρα που παίρνει τη μυρωδιά του από τα γέρικα πλατάνια της λίμνης και τις λεύκες που υψώνονται με υπερηφάνεια στο πλάι της. Αχ αυτή η μυρωδιά της ανεμελιάς, της άνοιξης, της ζωής μας. Εμείς κάνουμε βόλτες δήθεν για να χαλαρώσουμε, για να ξεκουραστούμε….Ένας καφές δίπλα από τη λίμνη σταματάει το χρόνο και μας ταξιδεύει μακριά…
-Το βράδυ πού θα πάμε;
-Μας περιμένουν στο…..κάπου θα πάμε.
Σήμερα είναι Τρίτη, φοιτητική βραδιά, το ποτό 1000δρχ. Το αλκοόλ και η μουσική μας βοηθούν να χαλαρώσουμε ακόμη πιο πολύ! Τα σφηνάκια έρχονται το ένα μετά το άλλο…Έξι πήγε η ώρα κι όμως είμαστε ακόμα εκεί όχι γιατί έχουμε ξεχάσει από το ποτό τη διαδρομή για το σπίτι αλλά γιατί εκεί είναι το ταξίδι μας…στο όνειρο, την ελπίδα, την ξεγνοιασιά, τη ζωή.. Τα γέλια και οι φωνές ηχούν σαν αντίλαλος σε μια πόλη που μάλλον δεν ξέρει τι σημαίνει άγχος…
Η βροχή ξαναρχίζει. Σίγουρα αυτή η πόλη έχει συνηθίσει πια. Μαζί μ’ αυτή κι εμείς. Εξάλλου, της πάει τόσο η βροχή…Σιγά σιγά η βροχή τη χαϊδεύει απαλά και απλώνει στους δρόμους της, στα δέντρα της, σε μας μία γλυκιά και μειλίχια μελαγχολία. Βρέχει, βρέχει μέρες και νύχτες ολόκληρες. Ξαφνικά εκείνο το ανέμελο κορίτσι με τις φόρμες τρέχει μέσα στο φως της βροχής, χωρίς να φοβάται να ανακατευτεί μαζί της. Τρέχει, για να συναντήσει….Δεν είναι εκεί; Απογοήτευση….Δεν είναι εκεί. Δεν είναι πουθενά…Κι όμως, δεν μπορεί… πρέπει να τους βρει. Πρέπει…τους ψάχνει στα νερά της βροχής, στις βιτρίνες των μαγαζιών, στο πλήθος των ανθρώπων, στις σκιές τους, στις πλατείες, στο σπίτι…Μάταιη προσπάθεια….Πουθενά…Όπου και αν ψάξει, δε θα τους βρει. Ούτε στο φως ούτε στο σκοτάδι ούτε καν στα όνειρα…Κι όμως, ακούει τα γέλια τους, νιώθει την κίνηση του σώματός τους, την αύρα τους, την ξενοιασιά τους… Κανείς δεν είναι πια εκεί, κανείς…Έφυγαν όλοι; Δάκρυα…δάκρυα… που ενώνονται με τη βροχή, τη λίμνη, τον αέρα…Δάκρυα….γιατί η εκδρομή τελείωσε,... γιατί η ταινία σταμάτησε, ….γιατί τα παιδιά γύρισαν σπίτι.. Πόσα είχαν να θυμούνται απ’ αυτή την εκδρομή...
Το κορίτσι σκούπισε τα δάκρυά της, έβγαλε τη φόρμα, φόρεσε ένα γυναικείο παντελόνι και μία θηλυκή μπλούζα, βάφτηκε, έφτιαξε τα μαλλιά της και έτρεξε να συναντήσει τη φίλη της που την περίμενε εδώ και μισή ώρα. ‘‘Πού είσαι επιτέλους;’’ της φώναξε, ‘‘Συγγνώμη, έβλεπα μία ταινία και ξεχάστηκα... Συγγνώμη. Πάμε;’’
Λάμπου Ελένη
Τα παιδιά χαρούμενα ετοιμάζονται να ζήσουν
μία αξέχαστη εμπειρία. Με ανυπομονησία
τρέχουν στα πούλμαν... Σπρώχνονται, φωνάζουν, γελούν.
Η εκδρομή ξεκίνησε...
Τα παιδιά χαρούμενα ετοιμάζονται να ζήσουν μία αξέχαστη εμπειρία. Με ανυπομονησία τρέχουν στα πούλμαν…Σπρώχνονται, φωνάζουν, γελούν. Η εκδρομή ξεκίνησε……
Μία εκδρομή περίεργη, μία εκδρομή που κράτησε λίγο παραπάνω από τις υπόλοιπες…..Μία εκδρομή που δυστυχώς τελείωσε…..Όλα όσα προλάβαμε να ζήσουμε προβάλλονται μπροστά μας σαν ταινία με φόντο…τα ήρεμα και συνάμα μανιασμένα νερά της λίμνης, με φόντο τη βροχή που δε λέει να σταματήσει, με φόντο την υγρασία που στέκεται στο τζάμι του παραθύρου μιας φοιτητικής γκαρσονιέρας και αφήνει τα υγρά αποτυπώματά της, με φόντο τον καυτό ήλιο, με φόντο….όλους εμάς.
Τα νερά της λίμνης είναι ήρεμα και γαλήνια. Τα χαζεύεις για μια στιγμή, καθώς σκέφτεσαι…. Ξαφνικά τα κυριεύει μια ανελέητη ένταση…Αγριεύουν, κυματίζουν με ρυθμό και μανία. Τα ξερά φύλλα από τα πλατάνια κατά μήκος της λίμνης ανασηκώνονται με τη βοήθεια του ανέμου και μπαίνουν στο μανιασμένο χορό των κυμάτων της. Μια χαμηλή και θολή ομίχλη που κατεβαίνει αργά αργά από τα τριγύρω χιονισμένα βουνά κάνει την ατμόσφαιρα γκρίζα και σκορπίζει παντού μία αναπάντεχη υγρασία. Οι άνθρωποι που περπατούν κατά μήκος της λίμνης, σφίγγουν τα παλτά τους με δύναμη. Απότομο και ξαφνικό τούτο το κρύο.
Η ομίχλη σταδιακά χάνεται και ξεπροβάλλουν τα σύννεφα, που ήδη σκεπάζουν την πόλη εδώ και μέρες. Πυκνώνουν και μεταμορφώνονται σε στάλες…. Οι στάλες σε βροχή…. που δυναμώνει σιγά σιγά. Ο άνεμος που φυσά, η βροχή, τα ξερά φύλλα, τα νερά της λίμνης ανακατεύονται, γίνονται ένα σώμα που παίρνει σάρκα και οστά. Γίνονται εικόνες, εικόνες γνώριμες κι αγαπημένες…..με μουσικές, χρώματα, μυρωδιές και ήχους. Όλα μαζί βολτάρουν στα στενά σοκάκια της πόλης, στα μπαράκια και στα τσιπουράδικα, στις καφετέριες, στα σπίτια. Αμέτρητες εικόνες….Η μυρωδιά της βροχής σε κυριεύει, η υγρασία της διαπερνά όλο σου το είναι…Τα ρούχα μουσκεύουν…Και τι έγινε; Το πάρτυ μόλις άρχισε….Μέσα στη ζάλη της βροχής ένα κορίτσι με φούτερ και φόρμα, ανέμελο, χωρίς μακιγιάζ, με τα μαλλιά μαζεμένα πίσω και ένα χαμόγελο στα χείλη, τρέχει. Τρέχει στο φως της μέρας και της νύχτας. Αχ αυτή η νύχτα έχει ένα φως κι ας βρέχει κι ας κάνει κρύο…
Ο ήλιος αργεί να έρθει…Όταν έρχεται, όμως, είναι τόσο όμορφος, τόσο λαμπερός. Αγκαλιάζει γενναιόδωρα κάθε γωνιά αυτής της πόλης, τα παλιά αρχοντικά, τις πλατείες, τα πάρκα, τους ανθρώπους...Η λίμνη αποκτά μια άλλη μορφή ζωής. Γεμίζει φωτεινά χρώματα και πάλλεται από διαπεραστικούς ήχους… Στο βάθος ακούγονται τα πουλιά που κρώζουν, οι φωνές, οι συζητήσεις για αγάπες που πέρασαν…’Όλα πλανώνται στον αέρα που παίρνει τη μυρωδιά του από τα γέρικα πλατάνια της λίμνης και τις λεύκες που υψώνονται με υπερηφάνεια στο πλάι της. Αχ αυτή η μυρωδιά της ανεμελιάς, της άνοιξης, της ζωής μας. Εμείς κάνουμε βόλτες δήθεν για να χαλαρώσουμε, για να ξεκουραστούμε….Ένας καφές δίπλα από τη λίμνη σταματάει το χρόνο και μας ταξιδεύει μακριά…
-Το βράδυ πού θα πάμε;
-Μας περιμένουν στο…..κάπου θα πάμε.
Σήμερα είναι Τρίτη, φοιτητική βραδιά, το ποτό 1000δρχ. Το αλκοόλ και η μουσική μας βοηθούν να χαλαρώσουμε ακόμη πιο πολύ! Τα σφηνάκια έρχονται το ένα μετά το άλλο…Έξι πήγε η ώρα κι όμως είμαστε ακόμα εκεί όχι γιατί έχουμε ξεχάσει από το ποτό τη διαδρομή για το σπίτι αλλά γιατί εκεί είναι το ταξίδι μας…στο όνειρο, την ελπίδα, την ξεγνοιασιά, τη ζωή.. Τα γέλια και οι φωνές ηχούν σαν αντίλαλος σε μια πόλη που μάλλον δεν ξέρει τι σημαίνει άγχος…
Η βροχή ξαναρχίζει. Σίγουρα αυτή η πόλη έχει συνηθίσει πια. Μαζί μ’ αυτή κι εμείς. Εξάλλου, της πάει τόσο η βροχή…Σιγά σιγά η βροχή τη χαϊδεύει απαλά και απλώνει στους δρόμους της, στα δέντρα της, σε μας μία γλυκιά και μειλίχια μελαγχολία. Βρέχει, βρέχει μέρες και νύχτες ολόκληρες. Ξαφνικά εκείνο το ανέμελο κορίτσι με τις φόρμες τρέχει μέσα στο φως της βροχής, χωρίς να φοβάται να ανακατευτεί μαζί της. Τρέχει, για να συναντήσει….Δεν είναι εκεί; Απογοήτευση….Δεν είναι εκεί. Δεν είναι πουθενά…Κι όμως, δεν μπορεί… πρέπει να τους βρει. Πρέπει…τους ψάχνει στα νερά της βροχής, στις βιτρίνες των μαγαζιών, στο πλήθος των ανθρώπων, στις σκιές τους, στις πλατείες, στο σπίτι…Μάταιη προσπάθεια….Πουθενά…Όπου και αν ψάξει, δε θα τους βρει. Ούτε στο φως ούτε στο σκοτάδι ούτε καν στα όνειρα…Κι όμως, ακούει τα γέλια τους, νιώθει την κίνηση του σώματός τους, την αύρα τους, την ξενοιασιά τους… Κανείς δεν είναι πια εκεί, κανείς…Έφυγαν όλοι; Δάκρυα…δάκρυα… που ενώνονται με τη βροχή, τη λίμνη, τον αέρα…Δάκρυα….γιατί η εκδρομή τελείωσε,... γιατί η ταινία σταμάτησε, ….γιατί τα παιδιά γύρισαν σπίτι.. Πόσα είχαν να θυμούνται απ’ αυτή την εκδρομή...
Το κορίτσι σκούπισε τα δάκρυά της, έβγαλε τη φόρμα, φόρεσε ένα γυναικείο παντελόνι και μία θηλυκή μπλούζα, βάφτηκε, έφτιαξε τα μαλλιά της και έτρεξε να συναντήσει τη φίλη της που την περίμενε εδώ και μισή ώρα. ‘‘Πού είσαι επιτέλους;’’ της φώναξε, ‘‘Συγγνώμη, έβλεπα μία ταινία και ξεχάστηκα... Συγγνώμη. Πάμε;’’
Λάμπου Ελένη