«Πολιτική και τέχνη - Τέχνη και πολιτική»

{mosimage}Εγκαινιάζεται την Tετάρτη, 08.11.2006 ώρα 20.30 στην Γκαλερί του Goethe-Institut στη Θεσσαλονίκη, έκθεση φωτογραφίας με τίτλο «Πολιτική και τέχνη - Τέχνη και πολιτική».

Η έκθεση είναι μια συμπαραγωγή του  Goethe-Institut και του Φωτογραφικού Κέντρο Θεσσαλονίκης.

Η καλλιτεχνική επιτροπή του Γερμανικού Κοινοβουλίου καθιέρωσε στα μέσα της δεκαετίας του 1990 αρχιτεκτονικά προγράμματα για την καλλιτεχνική διαμόρφωση των κτιρίων του Κοινοβουλίου Εγχώριοι και διεθνείς καλλιτέχνες προσκλήθηκαν να καταθέσουν προτάσεις ή συμμετοχές σε διαγωνισμούς. Τη διαδικασία αυτή συνόδευσε από την αρχή με το φακό του ο Βερολινέζος φωτογράφος Jens Liebchen (1970).


Ο Gerhard Richter, η Jenny Holzer ή ο Grisha Bruskin,ο Neo Rauch, ο Jorge Pardo ή η Angela Bulloch, όλοι σχεδόν οι καλλιτέχνες που δημιούργησαν έργα τα κτίρια του Κοινοβουλίου φωτογραφήθηκαν από τον Jens Liebchen επί τόπου την ώρα της δουλειάς. Τα πορτραίτα που προέκυψαν αναδεικνύουν την προσωπικότητα του κάθε καλλιτέχνη αλλά και την τεταμένη σχέση μεταξύ αντιπροσωπευτικής αρχιτεκτονικής και καλλιτεχνικού έργου σ’ ένα πολιτικό περιβάλλον. Η συμβολή του Φωτογραφικού Κέντρου Θεσσαλονίκης σ’ αυτή την έκθεση απ’ την άλλη προσπαθεί να διερευνήσει τη σχέση μεταξύ τέχνης και κοινωνίας και τον τρόπο με τον οποίο αυτή βιώνεται από τους σύγχρονους Έλληνες. Παράλληλα σχολιάζει πικρά την απουσία μιας κεντρικής μέριμνας υπέρ της σύγχρονης εικαστικής δημιουργίας.

{tab=Συμμετέχουν}Jens Liebchen
Βασίλης Καρκατσέλης
Μαρίνα Βαρουτά
Σταύρος Δαγτζίδης
Ευθύμης Μουρατίδης
Χριστίνα Παπαφράγκου
Θανάσης Ράπτης
Νίκος Μπέντας

{tab=Διάρκεια - Ώρες Λειτουργίας}Διάρκεια:
08.11.-15.12.2006

Ώρες λειτουργίας
:
Δε – Πα 10.00 – 14.00 & 17.00 – 21.00

{/tabs}
ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ

Δημιουργός, έργο τέχνης, κοινό και πολιτική σε ένα σύνολο, μιας και εν τέλει, όλα είναι πολιτική. Η φωτογραφία ντοκουμέντου σαν ιδέα κοφτερή πάνω από τα κεφάλια της σύγχρονης κοινωνίας.

Το έργο τέχνης είναι μια πολύπλοκη σύνθεση του ιδεατού και του πραγματικού. Η δημόσια κατασκευή, έκθεση ή παρουσία του επιφέρει μια βαθιά και θεμελιώδη μετάλλαξη των εννοιών που το όριζαν, όσο αυτό βρισκόταν στο εργαστήριο του δημιουργού του. Η απόδραση από το μοναχικό εργαστήριο προς το άγνωστο κοινό (πρώτος «τη τάξη» θεατής των έργων του παραμένει πάντα ο δημιουργός τους), οριοθετεί την αρχή ενός πολυδαίδαλου ταξιδιού διάδρασης. Καθώς το έργο τέχνης μετατρέπεται σε περιβάλλον που γεννά αντιδράσεις (αντιδράσεις που το ίδιο είναι ενδεχομένως ανήμπορο να κουβαλήσει), τίποτε δεν είναι προβλέψιμο. Γενικά, πρόκειται για το ύψιστο θέμα της ελευθερίας. Πολύ περισσότερο, όταν αυτά τα σε δημόσια θέα έργα, αυτό το νέο περιβάλλον φωτογραφίζεται και σαν ένα νέο έργο διεκδικεί τη θέση του στην ανάπτυξη/ εξέλιξη της κοινωνίας μας. Τέτοιες εικόνες συγκεντρώνει αυτή η έκθεση.

Πρόκειται για μία πολυσυλλεκτική παρουσίαση ανεξάρτητα δημιουργημένων συμπληρωματικών ερωτημάτων και τοποθετήσεων πάνω στο ύψιστο θέμα της ελευθερίας του πράτειν, του σχολιασμού του δημιουργημένου περιβάλλοντος και τις δυνατότητες του πνευματικώς δημιουργείν. Το έργο τέχνης σαν αφορμή για δημιουργία νέου έργου τέχνης, η σειρά έργων ενός θέματος σαν εμμονή ή επιμονή πάνω σε μία σκέψη ή ιδέα, η αντίδραση, σαν προσπάθεια για δράση και αποτέλεσμα. Σε αυτή την έκθεση έγινε προσπάθεια να περιληφθούν όλες οι βάσεις της σχέσης δημιουργός, έργο τέχνης, κοινό, επικοινωνία, διάλογος. Στην πρώτη ενότητα (έργα των Θ. Ράπτη, Ε. Μουρατίδη, Χ. Παπαφράγκου και  Ν. Μπέντα) συναντάμε τον καλλιτέχνη την ώρα της δημιουργίας. Ο εικαστικός καλλιτέχνης δημιουργεί βυθισμένος στη μοναξιά του.

Στο κέντρο του έργου και του ενδιαφέροντός μας, (ο καλλιτέχνης) κυρίαρχη φιγούρα παραδομένη στον πυρετό της δημιουργίας, στοιχείο ενός τεράστιου παζλ που καλύπτει έναν ολάκερο τοίχο, μέσω μίας σειράς πορτρέτων κλασσικής αντιμετώπισης, εμπλέκεται με συναδέλφους σε μία συνέργεια. Συμπληρωματικά των ανωτέρω στέκουν τα «τριπλά» έργα του Θ. Ράπτη. Σε ένα συνέδριο γλυπτικής (η ομαδική εργασία και τα κοινά εργαστήρια έχουν προταθεί από πολλούς θεωρητικούς σα λύση στην απομόνωση της αστικής δημιουργίας), η άμορφη μάζα του υλικού μεταμορφώνεται συνεχώς και σταδιακά μπροστά στα μάτια του θεατή/ φωτογράφου από την δράση ενός αόρατου πνεύματος και με τη βοήθεια ορατών εργαλείων σε κάτι αδύνατον να προβλέψεις ή να φανταστείς (αφού αυτό υπάρχει μόνο στο μυαλό του δημιουργού/ καλλιτέχνη). Το φως, το υλικό και τα εργαλεία λάξευσης είναι τα μόνα που στη ροή του χρόνου αντιλαμβάνεται ο θεατής, τα υπόλοιπα τα φαντάζεται. Η δημιουργία είναι ένα παιχνίδι με το φως, το υλικό, τα εργαλεία, την ιδέα και τη φαντασία, και για τούτο κάθε ενδιάμεση στάση οριοθετεί ένα ανοιχτό τέλος.

Στη δεύτερη ενότητα, ο καλλιτέχνης στέκεται πρώτος αυτός, αντιμέτωπος με το έργο του. Όταν άρχισε η ανακατασκευή των κτιρίων του νέου Γερμανικού κοινοβουλίου στο Βερολίνο (Reichstag), προσκλήθηκαν σημαντικοί σύγχρονοι εικαστικοί καλλιτέχνες, να δημιουργήσουν έργα για συγκεκριμένες θέσεις στα κτίρια. Πρόκειται δηλαδή για δημόσιες παραγγελίες (υπάρχει και στην Ελλάδα ο νόμος, αλλά σπανιότατα εφαρμόζεται), που δώσανε στην ευκαιρία να δημιουργηθούν έργα σημερινά, ………….. να σμίξουν με τον καλύτερο τρόπο, την αρχιτεκτονική του κτιρίου, την ιστορία του χώρου και τη σύγχρονη πολιτική δυναμική του, σε μία κοινή πορεία προς τους χιλιάδες καθημερινούς επισκέπτες. Ο Jens Liebchen φωτογραφίζει αυτούς τους δημιουργούς την ώρα που κρεμάνε τα έργα τους, την ώρα που βάζουν την τελευταία πινελιά ή την ανακούφισή τους για το έργο που μόλις ανάρτησαν, αναδεικνύοντας μερικές φορές την έκπληξη ή την ικανοποίηση που νιώθουν αυτοί, σα θεατές των έργων τους.

Στην τρίτη ενότητα τοποθετείται το έργο του Σ. Δαγτζίδη. Ο καλλιτέχνης φωτογραφίζεται μπροστά στο έργο ενός άλλου καλλιτέχνη. Ακόμη και αν το πλατύ κοινό απουσιάζει από τις εκθέσεις, δε συμβαίνει το ίδιο με τους συναδέλφους δημιουργούς. Αυτοί κατέχουν τους κώδικες, διαλέγονται με το έργο, και κατάλληλα ή όχι, ασύνειδα ή συνειδητά, αντιδρούν μπροστά σε αυτό, άλλοτε επί ίσοις όροις και ενίοτε από θέση μειονεκτική. Θέτοντας ερωτήματα για την ιερότητα ή όχι του χώρου έκθεσης των έργων και την αβυσσαλέα αυθυπαρξία της δημιουργίας κατά τη διάρκεια του διαλόγου με το κοινό της, οι φωτογραφίες εικονοποιούν, κατά κάποιο τρόπο, αυτό που τονίζουμε με το σλόγκαν «ο ενεργός θεατής είναι ένας νέος συν-δημιουργός». Στην τέταρτη ενότητα της έκθεσης τοποθετείται το έργο του Β. Καρκατσέλη, που σχολιάζει τον τρόπο με τον οποίο το πλατύ κοινό έρχεται σε επαφή με την τέχνη στην Ελλάδα, όπου ο όρος τέχνη βιώνεται κάπως διαφορετικά, απ’ ότι σε άλλες ίσως χώρες της Ευρώπης.

Η σχέση του νεοέλληνα με αυτή, στο μεγαλύτερο ποσοστό λειτουργεί εκτός μουσείων και γκαλερί και οπωσδήποτε περιλαμβάνει το σύνολο των εκφάνσεών της. Τέχνη και καθημερινότητα είναι άρρηκτα δεμένες, παρά την όποια πικρία μπορεί να νιώθει κανείς για τη σχέση τους. Τέλος, στην πέμπτη και τελευταία ενότητα μας παρουσιάζεται η απώλεια κατ’ αρχάς του έργου για την μετατροπή του σε χρηματιστηριακή αξία και μέσω αυτής η απώλεια του καλλιτέχνη. Η Μ. Βαρουτά φωτογραφίζει το σπίτι ενός συλλέκτη (και σημαντικού δωρητή του κέντρου Pompidou), μετά το θάνατό του. Πρόκειται για τους εσωτερικούς χώρους της οικίας Ιόλα, που υποτίθεται είναι «διατηρητέο μνημείο». Η βίλλα αυτή φιλοξενούσε κάποτε τη μεγάλη συλλογή έργων τέχνης του διεθνούς γκαλερίστα (Παρίσι, Ν. Υόρκη, Μιλάνο, Ρώμη, Μαδρίτη και Αθήνα), υπέφερε όμως και υποφέρει σκληρότατα από το θάνατό του και μετά, όχι μόνο από τη ληστρική ασυνειδησία και τον εγωισμό των κληρονόμων, αλλά και του κράτους, των εργολάβων, άστεγων και πρεζάκιδων.

Βασίλης Καρκατσέλης

Πληροφορίες Koyinta

Off Canvas sidebar is empty