Αυτές οι συνθήκες δημιουργούν έντονα μία κριτική στάση απέναντι στην εξουσία, με νέα αιτήματα για την ανάπτυξη της παιδείας, του πολιτισμού, και της σημασίας του θεάτρου σε σχέση με τη θέση του στην ελληνική πραγματικότητα. Τα νέα αιτήματα κάνουν πρόσφορο το έδαφος για την εμφάνιση νέων θιάσων και δημιουργών που ανανεώνουν το ελληνικό θέατρο. Ασφαλώς υπό το βάρος της λογοκρισίας, δεν είναι λίγοι και οι καλλιτέχνες που για βιοποριστικούς λόγους συνεχίζουν να προωθούν το ελαφρύ, διασκεδαστικό θέατρο
Ενδυναμώνονται λοιπόν οι δύο τάσεις που προϋπάρχουν ήδη από την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα. Αυτή του εμπορικού θεάτρου και αυτή του προβληματιζόμενου- καλλιτεχνικού θεάτρου, οι οποίες εξακολουθούν μέχρι και τις μέρες μας να υφίστανται. Η διάσταση μεταξύ των δύο αυτών τάσεων γίνεται εμφανής τόσο από την επιλογή ρεπερτορίου των θιάσων της εποχής, όσο και από τις διαφορετικές κατευθύνσεις γραφής της εγχώριας παραγωγής. Το Εθνικό Θέατρο κρατά τη γραμμή των παραδοσιακών κρατικών θεάτρων της Ευρώπης, με το κλασσικό ρεπερτόριο να υπερτερεί και να αφήνει ελάχιστα περιθώρια στους νέους δραματουργούς. Λόγους έντονης κριτικής αποτελεί ο αποκλεισμός καλλιτεχνών από τις τάξεις της εθνική σκηνής για πολιτικούς λόγους.
Ο συντηρητικός του χαρακτήρας λόγω πολιτικών συνθηκών, ευνοεί τις συνθήκες δημιουργίας ενός στενού κύκλου συγγραφέων που προτιμώνται και ενός άλλου μεγαλύτερου κύκλου νέων δημιουργών που αποκλείονται. Πολιτικά κριτήρια και όχι καλλιτεχνικά είναι και αυτά βάσει των οποίων ορίζονται οι διευθυντές. Η απουσία σύγχρονων ελληνικών έργων ή ξένων με νέους προβληματισμούς αποτελεί ένα δεύτερο λόγο έντονης κριτικής. Χάρη σε πρωτοβουλίες στελεχών του όμως, το Εθνικό Θέατρο καταφέρνει να ανανεωθεί και να κάνει πολύ σημαντικά ανοίγματα, που θα προδιαγράψουν την ιστορία του θεάτρου μέχρι της μέρες μας.
Με πρωτοβουλία του Αιμίλιου Χουρμούζιου δημιουργείται η “Δεύτερη Σκηνή” στην οποία ανεβαίνουν νέα έργα Ελλήνων συγγραφέων. Παρά τα προαναφερθέντα προβλήματα, οι φροντισμένες καθ’ όλα παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου σημασιοδοτούν τη δεκαετία ’50-’60 ως μία από τις λαμπρότερες περιόδους του και οι εξέχουσες προσωπικότητες των Θεοτοκά, Τερζάκη, Ροντήρη, Χουρμούζιου, σφραγίζουν με την εισφορά τους στη διοίκηση, το ύφος της κρατικής μας σκηνής. Μέσα σ’ αυτή τη δεκαετία, με το Εθνικό Θέατρο συνεργάζεται ένας μεγάλος αριθμός σκηνοθετών που προδιαγράφουν την ιστορία του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου όπως ο Αλέξης Σολομός, ο Σωκράτης Καραντινός, ο Κωστής Μιχαηλίδης, ο Τάκης Μουζενίδης, ο Κάρολος Κουν καθώς και μία ομάδα εκλεκτών ηθοποιών όπως η Κυβέλη, ο Βεάκης, η Παξινού, ο Μινωτής, η Αρώνη, η Διαμαντίδου, η Αλκαίου, ο Κωτσόπουλος, η Μανωλίδου, η Συνοδινού, ο Ζερβός κ.α.
Απέναντι στο Εθνικό Θέατρο στέκεται το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν, το οποίο για τρία χρόνια από το 1950 είχε διακόψει τη λειτουργία του. Το 1954 επαναλειτουργεί και στεγάζεται στο υπόγειο της στοάς του Ορφέα. Καινοτομία για την εποχή αποτελεί η διάταξη των θεατών σε σχήμα αμφιθεατρικού “Π” γύρω από τη σκηνή. Το πλούσιο ρεπερτόριο τόσο με τα κλασικά έργα, όσο και με τα σύγχρονα ευρωπαϊκά και αμερικάνικα έργα γνωστών, αλλά και νέων συγγραφέων, καθώς και το άνοιγμά προς τους νέους Έλληνες συγγραφείς κινητοποιεί το ενδιαφέρον του σκεπτόμενου- πολιτικοποιημένου κοινού. Μέσα από το θέατρο τέχνης διαφοροποιείται η εικόνα της θεατρικής πρακτικής τόσο για το αρχαίο δράμα (Πλούτος, Όρνιθες) όσο και για το παγκόσμιο θέατρο (Τσέχωφ, Ίψεν, Πιραντέλλο, Ουίλιαμς, Μίλλερ, Μπρεχτ, Ζενέ, Μπέκετ, Ιονέσκο, Κεχαΐδης, Βαλαωρίτης ).
Ταυτόχρονα στην ελληνική σκηνή επικρατούν και οι πρωταγωνιστικοί θίασοι, οι οποίοι στο μεγαλύτερο ποσοστό τους παρουσιάζουν ελληνικές κωμωδίες με ηθογραφικά και φαρσικά στοιχεία των Σακελάριου -Γιαννακόπουλου, Γιαλαμά, Τσιφόρου- Βασιλειάδη, Ψαθά που τροφοδοτούν και τον εμπορικό ελληνικό κινηματογράφο. Το ενδιαφέρον του Αθηναϊκού κοινού κινεί και η επιθεώρηση της εποχής με τα φαντασμαγορικά σκηνικά κοστούμια, χορευτικά μέρη. Ο θεαματικές παρουσιάσεις ταυτίζουν την έννοια του θεάτρου στα μάτια των απαίδευτων θεατών με τη διασκέδαση. Από της αρχές της δεκαετίας του ’50 και μέχρι τη δικτατορία αυξάνονται συστηματικά οι θίασοι πρόζας οι οποίοι ως επί το πλείστον συνεχίζουν την παράδοση των πρωταγωνιστικών θιάσων (Θίασος Κατερίνας, Μουσούρη, Λαμπέτη- Χορν). Στο μεγαλύτερο ποσοστό τους παρουσιάζουν άρτιες παραστάσεις με μικτό ρεπερτόριο που αντλεί είτε από τη σοβαρή πρόζα, είτε από επιτυχίες του παγκόσμιου ρεπερτορίου, είτε από την ανάλαφρη κωμωδία.
Στον αντίποδα ο Μάνος Κατράκης με το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο στα ελληνικά έργα, θεατρικά ή διασκευές έργων της ελληνικής λογοτεχνίας. Το 1957 ο Δημήτρης Ροντήρης δημιουργεί το Πειραϊκό Θέατρο που συνέβαλε ουσιαστικά στην εδραίωση μίας προσέγγισης και ερμηνείας ως προς το αρχαίο ελληνικό δράμα που χαρακτήρισε μία ολόκληρη εποχή. Σημαντική υπήρξε η ίδρυση της Δωδέκατης Αυλαίας ως βήμα για πρωτοεμφανιζόμενους Έλληνες συγγραφείς που εν συνεχεία άφησαν το στίγμα τους στη θεατρική ιστορία του τόπου. Από το 1960 και μέχρι τα χρόνια της δικτατορίας δημιουργήθηκαν πολλά νέα σχήματα που συσπείρωσαν τις νέες δυνάμεις του θεάτρου (Τάκης Μουζενίδης- Αυλαία, Αλέξης Δαμιανός-Θέατρο Πορεία, Μήτσος Λυγίζος- Βασίλης Διαμαντόπουλος- Μαρία Αλκαίου-Νέο Θέατρο, Κωστής Λειβαδέας Νέα Σκηνή).
Όλες αυτές οι ανανεωτικές κινήσεις συνέβαλαν τόσο στον εμπλουτισμό του ρεπερτορίου όσο και στη διαμόρφωση νέων θεατρικών επιδιώξεων και τεχνικών. Τα κοινά καλλιτεχνικά αιτήματα και η συνεργασία ανάμεσα σε δημιουργούς διαφορετικών τεχνών σε συνάρτηση με τους περιορισμούς της λογοκρισίας δημιουργούν αξιοθαύμαστες καλλιτεχνικές εξάρσεις τόσο σε επίπεδο συγγραφής όσο και σε επίπεδο παραστάσεων. Καμπανέλλης, Κεχαίδης, Μουρσελάς, Ζιώγας, Μάτεσις κάνουν δυναμικά την εμφάνισή τους στις σκηνές του Θεάτρου Τέχνης, της Δωδεκάτης Αυλαίας, του Θεάτρου Νέας Ιωνίας και η θεατρική τους γραφή επηρεάζει και τους προγενέστερους συγγραφείς οι οποίοι κοινωνούν κοινά χαρακτηριστικά και συσπειρώνονται γύρω από θιάσους έρευνας και πειραματισμού.
Μέχρι τη δικτατορία εμφανίζονται το Κυκλικό Θέατρο του Λεωνίδα Τριβιζά, το Θέατρο Νέας Ιωνίας του Γιώργου Μιχαηλίδη, το Πειραματικό Θέατρο της Μαριέτας Ριάλδη και του Γιώργου Ερμιζά, η νεοελληνική σκηνή του Σπύρου Ευαγγελάτου. Το 1961 η επανίδρυση του ΚΘΒΕ συμβάλλει στην ανάπτυξη μίας αυτόνομης δημιουργικής διαδικασίας στη συμπρωτεύουσα, πέραν των ορίων των περιοδειών που επέβαλε η αθηναϊκή σκηνή. Παρά τις λιγοστές κρατικές επιχορηγήσεις συσπειρώνει τις καλλιτεχνικές δυνάμεις της πόλης και απευθύνεται στο νέο και προβληματισμένο κοινό. Και ενώ το θέατρο βρίσκεται σε μεγάλη άνθιση με τους νέους θιάσους να εμπλουτίζουν τόσο τις τεχνικές του θεάτρου όσο και το δραματολόγιο ανακόπτεται από τη δικτατορία, την αυστηρή λογοκρισία, τις συλλήψεις και τις εξορίες των σημαντικών ανθρώπων του πνεύματος και της τέχνης αν και οι δυσκολίες συσπειρώνουν τις πνευματικές δυνάμεις για την επόμενη έκρηξη και οι θεατράνθρωποι με κάθε δυνατό τρόπο προσπαθούν να περάσουν μηνύματα διαμαρτυρίας κάτω από αθώες φαινομενικά φράσεις.
Δεν ήταν λίγοι οι καλλιτέχνες που λόγω της ξεκάθαρης αριστερής τους θέσης αναγκάστηκαν να αυτοεξοριστούν κατά τα χρόνια της δικτατορίας και να συσπειρώσουν τις δυνάμεις τους με την παγκόσμια κατακραυγή του κόσμου ενάντια στη χούντα.