Off Canvas sidebar is empty

Γνωριμία με την ρεμπέτικη ραψωδία του Δημήτρη Γκουζιώτη

gkouziotisΗ "Ρεμπέτικη Ραψωδία, Ένα ιπποτικό μυθιστόρημα" του Δημήτρη Γκουζιώτη, από τις εκδόσεις Κουίντα, ξετυλίγει έναν ολόκληρο κόσμο στα μάτια του αναγνώστη, είναι μια ιστορία χαρακτήρων αλλά και μια βουτιά σε μια αποκλίνουσα περιοχή της γλώσσας, που απεικονίζει με τρόπο διαφορετικό συναισθήματα και καταστάσεις ζωής. Η παρέα των ηρώων του βιβλίου, μια παρέα από Ρεμπέτες, πλανόδιους και περιθωριακούς μας ανοίγει την πόρτα στις συνομιλίες τους και οι συνομιλίες τους είναι ένας γλωσσικός θησαυρός από εκφράσεις και λέξεις και ένας κόσμος διαφορετικός που σε προσκαλεί να τον γνωρίσεις.



Τι ήταν αυτό που σε ενέπνευσε να πλάσεις τους συγκεκριμένους χαρακτήρες;

Μεγάλωσα στα Τρίκαλα κι εκεί είχα την ευκαιρία να γνωρίσω και να συναναστραφώ με παλιούς αλλά και νεότερους ρεμπέτες. Όλοι τους είχαν πολλές συναρπαστικές ιστορίες να αφηγηθούν, σε Γνωριμία με την ρεμπέτικη ραψωδία του Δημήτρη Γκουζιώτόποιον ήθελε να ακούσει.

Μίλησε μας για τη γλώσσα που χρησιμοποιείς στο βιβλίο, πως συνέλεξες όλες αυτές τις φράσεις και τις λέξεις που χρησιμοποιούν;

Δεν τις συνέλεξα. Υπάρχουν στο λεξιλόγιό μου, έχω πολλούς φίλους με τους οποίους μιλάμε χρησιμοποιώντας τη ρεμπέτικη και τη μάγκικη γλώσσα. Υπάρχουν επίσης στα μουσικά ακούσματά μου καθώς και στις μαρτυρίες του Βαμβακάρη και άλλων ρεμπετών και φυσικά στα εκπληκτικά ανθρωπολογικά βιβλία του Ηλία Πετρόπουλου και του Νίκου Τσιφόρου. Δυστυχώς, κανένας άλλος έλληνας λογοτέχνης δεν στάθηκε, ούτε μια στιγμή, στη ζωή και την κουλτούρα των ρεμπετών και ούτε προσπάθησε κανείς να αποδώσει, έστω με ένα μικρό διήγημα, την λαμπρή περιπέτεια των ανθρώπων αυτών. Τους θεωρούσαν περιθωριακούς, τη γλώσσα και τη μουσική τους πρόστυχες. Και πολλοί συνεχίζουν. Πρόκειται για ένα γλωσσικό και μουσικό τοπίο ανεξερεύνητο ακόμη. Στο βιβλίο μου προσπάθησα να αξιοποιήσω αυτόν τον γλωσσικό θησαυρό μέσω των διαλόγων και των στίχων των τραγουδιών που παίζουν οι ήρωες. Σημειωτέον, οι στίχοι είναι πρωτότυποι, γραμμένοι από εμένα, δηλαδή δεν αναφέρονται σε υπάρχοντα τραγούδια.

Πόσο λειτουργική είναι για σένα η ορθογραφία που χρησιμοποιείς στο κείμενο σου;

Πιστεύω ότι σε κάθε έργο τέχνης υπάρχει νομοτέλεια. Καθένας έχει τον δικό του τρόπο να χρησιμοποιεί τα γλωσσικά ή άλλα εκφραστικά εργαλεία. Μόνον έτσι μπορεί να προχωρήσει λίγο παραπέρα.

Η περιθωριακή παρέα που περιγράφεις πόσο πιστά νιώθεις ότι απεικονίζει τον κόσμο του Ρεμπέτικου;

Ό,τι γνωρίζουμε για τους ρεμπέτες είναι μέσα από ελάχιστες αλλά πολύτιμες αυτοβιογραφικές αφηγήσεις. Μπορούμε όμως να συμπεράνουμε και να φανταστούμε πολλά ακούγοντας τα τραγούδια τους. Ειδικά τα τελευταία χρόνια έρχονται στο φως αμέτρητα άγνωστα τραγούδια, χάρη στην ευγενεική εργασία μερικών μελετητών που τα προωθούν στο διαδίκτυο. Αν εξαιρέσει κανείς το υπέροχο φιλμ Ρεμπέτικο του Κώστα Φέρρη και την σειρά Το Μινόρε της  αυγής του Φώτη Μεσθεναίου, δεν έχουμε από πουθενά αλλού, ούτε από ένα θεατρικό έργο ας πούμε, μια οπτική αφήγηση με ήρωες ρεμπέτες. Συνεπώς, στο βιβλίο μου, η πιστότητα της αφήγησης είναι, αναγκαστικά, συνδεδεμένη με τη φαντασία του γράφοντος, η οποία όμως δεν είναι αυθαίρετη αλλά ούτε και βασίζεται στην αναπαραγωγή των ήδη χιλιοειπωμένων και σχολιασμένων αυτοβιογραφικών αναφορών του Τσιτσάνη και του Βαμβακάρη. Εκτός αυτών των δύο υπήρξαν και άλλοι ρεμπέτες, χιλιάδες, και οφείλουμε να αφηγηθούμε και τις δικές τους ιστορίες, χωρίς να διστάζουμε να χρησιμοποιήσουμε τη φαντασία μας λόγω του φόβου απόκλισης από την κάθε είδους πιστότητα. Αυτό ισχύει, άλλωστε, για όλες τις λογοτεχνικές αφηγήσεις.

Ποιους θεωρείς ότι αφορά σήμερα το ρεμπέτικο και μια παρέα που κινείται γύρω του;

Το ρεμπέτικο είναι μια καλλιτεχνική και κοινωνική έκφραση που μετράει ήδη έναν αιώνα ζωής. Αφορά τους πάντες. Είναι απίστευτο πόσοι νέοι μουσικοί ασχολούνται στα σοβαρά με το ρεμπέτικο. Δεν υπάρχει γλέντι χωρίς ρεμπέτικα τραγούδια. Μόνον η λογοτεχνία και ο κινηματογράφος μυθοπλασίας το φοβήθηκαν. Κι αυτό είναι ένα μυστήριο. Σιγά σιγά όμως το ρεμπέτικο αποκαλύπτεται σε όλο του το ερωτικό, μουσικό, ποιητικό, κοινωνικό, αισθησιακό και φαντασιακό μεγαλείο.

Η διαδρομή των ηρώων περνά από την πτώση στην άνοδο και πάλι στην πτώση. Πως θα την σχολίαζες;

Δεν είναι στη φύση ούτε στις πραγματικές επιδιώξεις του ρεμπέτη να αναδειχθεί κοινωνικά. Διότι περιφρονεί την κοινωνία ευθέως. Ακόμη κι αν ενταχθεί σε αυτήν, το πιο σημαντικό κομμάτι του εαυτού του θα τον ωθεί στην ελεύθερη αλητεία, την φαντασίωση, την περιπλάνηση και την παρανομία.   

Σε ποια εποχή διαδραματίζεται το έργο;

Τέλος της δεκαετίας του 1920, μέχρι την αυγή της 4ης Αυγούστου του 1936.

Οι στίχοι των τραγουδιών που περιλαμβάνονται στη διήγηση πώς προέκυψαν;


Είναι αναγκαίο μέρος στην αφήγηση. Ένας ήρωας μπαίνει σε έναν τεκέ ή σε μια ταβέρνα και κάποιοι παίζουν ένα τραγούδι. Ποιό τραγούδι; Ξανά τη Συννεφιασμένη Κυριακή; Άσε που αυτή όπως και όλα τα ρεμπέτικα υπόκεινται σε κοπυράιτ. Αποφάσισα να γράψω πρωτότυπους στίχους, την ίδια εποχή που έγραφα και κάποιες μπαλάντες που μελοποίησε ο συνθέτης Γιώργος Μαγουλάς.  

Υπάρχουν τραγούδια ρεμπέτικα που λειτουργούσαν μέσα σου ως αναφορά;

Συγκεκριμένα τραγούδια, όχι. Σίγουρα όμως ολόκληρο το ρεμπέτικο μουσικό φάσμα, μέσα στο οποίο αισθάνομαι ότι κολυμπώ και εξερευνώ με μια κάποια ασφάλεια.

Γνωριμία με την ρεμπέτικη ραψωδία του Δημήτρη ΓκουζιώτΤο Ρεμπέτικο είναι κάτι περισσότερο από μουσική;

Δεν υπάρχει κάτι περισσότερο από τη μουσική. Η μουσική είναι η ίδια η ζωή, μάλιστα οι Ινδοί πιστεύουν ότι προϋπάρχει της ζωής. Αν πρέπει να γίνω πιο συγκεκριμένος, θα έλεγα ότι το ρεμπέτικο είναι ένα από τα πιο αξιόπιστα οχήματα για την προσωπική και συλλογική ολοκλήρωση μέσα από την ελευθερία της έκφρασης και των αποενοχοποιημένων επιλογών. Γι΄ αυτό και δεν το συμπάθησε αλλά ούτε και πρόκειται να το συμπαθήσει ποτέ η πολιτική, η κομματική και η θρησκευτική εξουσία.

Σήμερα υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον από καλλιτέχνες του εξωτερικού για το ρεμπέτικο. Τι έχεις να πεις γι’ αυτό;

Η μουσική και η τέχνη, γενικότερα, είναι μια διεθνής γλώσσα, ίσως η μόνη πραγματικά διεθνής γλώσσα. Είναι λογικό να δίνει ερεθίσματα σε ανθρώπους απ΄ όλον τον κόσμο. Αλλά είναι και συγκινητικό, μετά από τόσα χρόνια εισαγωγής μουσικής, οι έλληνες να διαδίδουν τώρα τη δική τους λαϊκή μουσική. Βοηθούν και οι παραλληλισμοί, κοινωνιολογικοί κατά βάσιν, με το μπλουζ, το φάντο, το τάνγκο, τη ρέγγε.  

Ποια ήταν η επιθυμητή δομή του συγκεκριμένου βιβλίου πριν αρχίσεις να το γράφεις;

Δεν υπήρχε κανένα προσχέδιο. Κάθε σελίδα γράφτηκε απολύτως αυτοσχεδιαστικά με τη σειρά που διαβάζεται. Γι' αυτό και δεν υπάρχει κανένα αφηγηματικό στερεότυπο στην αφήγηση. Ήταν σαν να άκουγα κάποιους να αφηγούνται τις περιπέτειές τους και διασκέδαζα περιμένοντας τις εκπλήξεις. Έτσι η εξέλιξη αλλά και οι διάλογοι είναι πιο ζωντανά, πιο αληθινά, με ανατροπές, χιούμορ, απρόβλεπτες καταστάσεις και αυθεντικότητα. Τουλάχιστον έτσι θέλω να πιστεύω. Στη Ρεμπέτικη Ραψωδία δεν υπάρχει η τσαρουχική και χατζιδακική light αγιοποίηση του ρεμπέτη. Αντιθέτως, υπάρχουν πολλοί  ρεμπέτες, διαφορετικοί ο ένας από τον άλλον, άλλοτε εν εκστάσει και άλλοτε χαρμάνηδες και ξενέρωτοι,  που ακούν ή παίζουν μουσική και χορεύουν ζεϊμπέκικο και χασάπικο όπως ένας αληθινός άνθρωπος και όχι όπως ένας προσχεδιασμένος,  ζωγραφιστός, άγγελος με φτερά στην πλάτη...

Η "Ρεμπέτικη Ραψωδία, ένα Ιπποτικό Μυθιστόρημα" του  Δημήτρη Γκουζιώτη, εκδόθηκε το Μάρτιο του 2015 από τις εκδόσεις Κουίντα  www.kouinta.com

Koyinta Art