Η επαρχία θα μπορούσε να ειπωθεί ότι είναι καταρχήν τόπος. Ίσως ο δικός μας τόπος, ίσως άλλος τόπος.Η ετυμολογία της λέξης τόπος έτσι όπως αναφέρεται στο αντίστοιχο λήμμα του Λεξικού της Κοινής Νεοελληνικής , περιλαμβάνει τα εξής:
1α. έκταση γης που δεν είναι ακριβώς ορισμένη και οριοθετημένη, 2α. έκταση που μπορεί να καταλάβει ένα συγκεκριμένο πρόσωπο ή πράγμα, χώρος και 3. (στα μαθηματικά) το σύνολο των σημείων επάνω σε μια γραμμή ή επιφάνεια, τα οποία έχουν κοινές ιδιότητες. Και οι τρεις ετυμολογικές αναλύσεις πάντως αναγνωρίζουν στη λέξη τόπος το δικαίωμα της να καταλαμβάνει χώρο, ακόμη τη δράση προσώπων και την ύπαρξη πραγμάτων σε αυτό το χώρο αλλά και ακόμη τη ρευστότητα των ορίων αυτού του ίδιου χώρου- τόπου.
Έχουμε ένα τόπο λοιπόν, στη συνέχεια έχουμε και χρόνο, ναι, το χρόνο, αυτόν τον χρόνο που πολύ συχνά μετράμε και τον «κοιτάμε κατάματα» στο ρολόι μας, που όταν τον μετράμε, τον διαστέλλουμε, τον πυκνώνουμε και κάποτε θέλουμε να τον ξεχνάμε ή να τον αρνούμαστε.
Όπως και χει ζούμε σε τόπο: επαρχία και χρόνο: ενδεχομενικό, χρόνο Α.
Έχουμε ένα σύστημα λοιπόν- έτσι καλύτερα μπορεί να το συλλάβει η λογική μου, αφαιρετικά, σαν ένα σύστημα με το δικό του γεωγραφικό χώρο και πολλές διαφορετικές ενδεχομενικότητες του χρόνου.
Μια δυναμική αξιοθαύμαστη, τόσο που μπορεί να γίνει και αναπάντεχη και συναρπαστική, και θα επιχειρηματολογήσω αμέσως για την τόσο αισιόδοξη ή υπερφίαλη θέση μου.
Και αναρωτιέμαι είμαστε ή όχι, οι δημιουργοί και «οι δράστες» της ίδιας της διάθεσης μας, της μνήμης μας, των εικόνων μας, των λόγων μας, των ήχων μας, των τραγουδιών μας, των χορών μας, των ερώτων μας, των φιλιών μας.
Όλα τα παραπάνω ψάχνουν συνήθως χώρο να εγγραφούν, είναι αυτός ο χώρος, η πόλη μας, ο νομός μας; Ψάχνουν τόπο να υπάρξουν και «καιρό» (με την αριστοτελική έννοια του όρου) , τον κατάλληλο καιρό για να αναδειχθούν, να κοινοποιηθούν και να επικοινωνηθούν για να μπολιάσουν τη δύσκολη κάποιες φορές καθημερινότητα μας με ένα φως που δε σβήνει και με μια δύναμη που δεν εξαντλείται. Πιθανόν να αναρωτιέστε τώρα όμως εσείς για ποιο λόγο όλα τα παραπάνω δεν εξαντλούνται έτσι γρήγορα και μπορούν να μας γεμίσουν με φως; Ταπεινή μου γνώμη διότι είναι αυθεντικά, είναι βιωμένη εμπειρία, είναι εμείς και ότι είναι εμείς μπορεί και να ναι αληθινά πολιτισμικό. Ναι, εμείς κάποτε απασχολημένοι, αγχωμένοι, κουρασμένοι, θυμωμένοι αλλά και εμείς όταν είμαστε αισιόδοξοι, δυνατοί, τρυφεροί, υπομονετικοί, οραματιστές αλλά βασικά ελεύθεροι πολίτες.
Ναι, εμείς είμαστε ελεύθεροι πολίτες (αυτονόητο μέσα στο πολίτευμα της Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας μας ή μήπως δεν είναι και τόσο αυτονόητο; Δεν θα υπεισέλθω εδώ σε ζητήματα πολιτισμικής πολιτικής γιατί πρώτα απ’όλα θα ήθελα ξεκαθαρίσω αν πραγματικά ενδιαφερόμαστε να δώσουμε νέα πνοή στον πολιτισμό της επαρχίας, σε επόμενο κείμενο θα με ενδιέφερε πάρα πολύ να εξετάσω ενδελεχώς τις υπάρχουσες πρωτοβουλίες και να εντοπίσω τα σημεία εκείνα που παρακωλύουν την άνθηση πολιτισμικών πρακτικών, γι’αυτό οι παρακάτω θέσεις είναι διαπιστώσεις και δυνατότητες όχι ένα σχέδιο πολιτισμικής πολιτικής), μπορούμε να συνεργαζόμαστε, μπορούμε να ανταλλάζουμε απόψεις, μπορούμε να «θρέφουμε» τα μάτια μας με εικόνες ζωγραφικής, γλυπτικής, φωτογραφίας, θεάτρου, μπορούμε να ταξιδεύουμε πιο πέρα από το Αιγαίο και πιο πέρα από τους ωκεανούς με τις μουσικές μας, με τα πανηγύρια μας, με τις τοπικές εορτές μας.
Αν επιθυμούμε όλα αυτά και κάποια από αυτά τελικά φέρουμε εις πέρας και τα βιώνουμε γιατί να μην τα πολλαπλασιάσουμε, γιατί να μην προχωρήσουμε σε μια οργάνωση τέτοια που να μας επιτρέπει να τα απολαμβάνουμε πιο συχνά όλο και πιο πολλοί άνθρωποι, γιατί να μην δώσουμε την ευκαιρία στους νέους ανθρώπους να βρούνε τον καιρό τους, να εκφραστούνε με ειλικρίνεια χωρίς φόβο και με πολύ πάθος, να συμμετάσχουν σε κοινωνικά δίκτυα και να βρουν τον τόπο τους; Γιατί να μην μπορούν όλο και πιο πολλοί άνθρωποι να καλλιεργούν την αυτοπεποίθηση τους μέσα από δραστηριότητες που προάγουν την ομαδικότητα και εξάρουν τη φαντασία;
Εξάλλου σε αυτό προσφέρονται οι πρακτικές του πολιτισμού, έχουν πολύ τόπο για μας, αρκεί να δημιουργηθεί το θεσμικό πλαίσιο τόσο από την Τοπική Αυτοδιοίκηση όσο και από τη αμέριστη συμπαράσταση και ουσιαστική συμβολή μας, δηλαδή συν Αθηνά και χείρα κίνει, και αν η Θέα Αθήνα δεν κουνάει αρκετά το χεράκι της, η ζωή μας, η ύπαρξη μας δηλαδή εμείς, είμαστε μια όψη της πραγματικότητας, άρα είμαστε νομιμοποιημένοι από τη στιγμή της γέννησης μας, να απαιτούμε, να προτείνουμε, να σχετιζόμαστε και να δημιουργούμε. Εμείς είμαστε ένας άλλος τόπος, εμείς είμαστε ο πολιτισμός στη επαρχία. Στην επαρχία της Λέσβου, της Μυτιλήνης, του Βορειοανατολικού Αιγαίου, της ελληνικής γης.
Φανταστείτε την αξιοποίηση του φυσικού και πνευματικού πλούτου της Λέσβου για τουριστικούς (χωρίς να θίγεται σε καμία περίπτωση η ταυτότητα του νομού απροκάλυπτα μέσω της εμπορευματοποίησης), εκπαιδευτικούς και κοινωνικούς σκοπούς. Ομολογουμένως γίνονται κάποιες αξιόλογες προσπάθειες όπως η πρόσφατη βράβευση του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Σιγρίου από της παγκόσμια ένωση φυσικών πάρκων, η βράβευση του γυναικείου αγροτουριστικού συνεταιρισμού Αντίσσης, η υψηλή επισκεψιμότητα του Μουσείου Ελαιολάδου της Αγίας Παρασκευής, την ακόμη υψηλότερη επισκεψιμότητα του μοναδικού σε ευρωπαϊκού επιπέδου Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης Ελευθεριάδη Τεριάντ και Θεοφίλου. Ο πολιτισμός όμως δεν είναι μόνο κτίρια με μουμιοποιημένα- μουσειοποιημένα αντικείμενα ή έργα τέχνης- μάλιστα κάποιες φορές καθόλου προστατευμένα ή ελάχιστα συντηρημένα.
Ο πολιτισμός είναι άνθρωποι που επικοινωνούν τις εντυπώσεις τους (με διαφορετικούς τρόπους ένας από αυτούς π.χ. είναι η πειραματική ένταξη της πληροφορικής σε πλούσια σημειολογικά περιβάλλοντα, όπως είναι τα μουσειακά περιβάλλοντα), άνθρωποι που συστηματοποιούν τη συσσωρευμένη γνώση (μέσα από διαλέξεις, εβδομαδιαίους κύκλους ομιλιών, εκδόσεις μηνιαίων πολιτιστικών περιοδικών, δυναμικών ιστοχωρών στο διαδίκτυο, συναυλιών με ντόπιες και πολυπολιτισμικές μουσικές) και την πολλαπλασιάζουν, τη μεταλλάσσουν και δημιουργούν νέα. Δημιουργούν νέα γνώση και γιατί όχι και νέες θέσεις εργασίας για τη διάχυση αυτής της νέας πληροφορίας τόσο προς το εσωτερικό όσο και προς το εξωτερικό.
Άνθρωποι που μέσω αυτής της γνώσης οπλίζονται με διαλλακτικότητα, διαλεκτικότητα και ανοχή προς το άλλο, το ξένο. Άνθρωποι που έχουν το θάρρος «να γδύνονται μεσούσης της πλατείας το κοστούμι που βαραίνει τις πλάτες τους» και να ράβουν άλλα ρούχα, ρούχα στα μέτρα τους. Ο πολιτισμός μπορεί να γεννηθεί την ώρα που περπατάμε και αντικρίζοντας την ομορφιά χωρίς να την αγνοούμε, μέσα στην πόλη, στο δρόμο που ακολουθούμε κάθε φορά για να πάμε από το σπίτι μας προς την αγορά. Οι διαδρομές μας μέσα στην πόλη, μας καθορίζουν, η διαδρομή μέσα στη ζωή μας είναι όπως ένα έργο τέχνης κάθε βήμα, κάθε ένα μικρό βηματάκι και μια πινελιά, μια σταγόνα χρώμα, σε ένα μεγάλο και δυναμικό καμβά.
Εν κατακλείδι, θα ήθελα μόνο να ευχηθώ από βάθος καρδίας τη γρήγορη ανάρρωση από την πάθηση της «αρτιοσκλήρυνσης» από την οποία πάσχουν οι Τοπικές Αυτοδιοικήσεις και το Υπουργείο Πολιτισμού (για τα φτωχά κονδύλια, την έλλειψη οράματος- σχεδίου πολιτισμικής πολιτικής, της ανύπαρκτης συστηματοποίησης, οργάνωσης και ανάδειξης του πλούσιου πολιτισμικού περιεχομένου της επαρχίας), ακόμη να εκφράσω την αισιοδοξία μου και την πίστη μου στο αρχαιοελληνικό ιδεώδες του ελεύθερου πολίτη και στην όρεξη, την ενέργεια και το πάθος των νέων ανθρώπων.
Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον Προέδρο του δραστήριου Πολιτιστικού Κέντρου: ΦΟΜ «Ο Θεόφιλος» Κο Περικλή Μαυρογιάννη για το τιμητικό κάλεσμα που μου έκανε να συμμετάσχω σε ένα ουσιαστικό διάλογο για τον πολιτισμό στην επαρχία και επίσης την παραδειγματική φιλοξενία του στις σελίδες του α σελάννα- Μυτιληναίων Λόγος – Τέχνες- Πολιτισμός,
[1] Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη], Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη, 1998