{mosimage}Ενενήντα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τη γέννηση του σπουδαίου Έλληνα σκηνοθέτη και θεατρικού συγγραφέα Γιώργου Τζαβέλλα και μυθικές πλέον ταινίες-δημιουργίες του, όπως «Η κάλπικη λίρα», παραμένουν εντυπωσιακά σύγχρονες και αξεπέραστες.
Απόλυτα αυτοδίδακτος, ο Γιώργος Τζαβέλλας έγραφε θεατρικά σκετς από τα 10 του χρόνια, τότε που απέκτησε και την πρώτη του κινηματογραφική μηχανή. Γόνος ιστορικής οικογένειας, καθώς καταγόταν από τον οπλαρχηγό Λάμπρο Τζαβέλλα, ο Γιώργος Τζαβέλλας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1916.
Απόλυτα αυτοδίδακτος, ο Γιώργος Τζαβέλλας έγραφε θεατρικά σκετς από τα 10 του χρόνια, τότε που απέκτησε και την πρώτη του κινηματογραφική μηχανή. Γόνος ιστορικής οικογένειας, καθώς καταγόταν από τον οπλαρχηγό Λάμπρο Τζαβέλλα, ο Γιώργος Τζαβέλλας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1916.
Από μικρός ονειρευόταν να γίνει συγγραφέας και σκηνοθέτης και με αυτό το σκοπό έβλεπε ταινίες ξανά και ξανά, προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσει τα μυστικά τους. Κάνοντας το χατίρι του δημοσιογράφου πατέρα του, πήρε πτυχίο νομικής από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά δεν εγκατέλειψε ποτέ την κλίση του. Μετά από περάσματα από τον αθλητισμό (στα 12 του ήταν πανελληνιονίκης στα 60 μέτρα παίδων, ενώ έπαιζε και ποδόσφαιρο), αλλά και από τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο (πολέμησε στο Αλβανικό μέτωπο), ο Γιώργος Τζαβέλλας μπόρεσε να αφοσιωθεί στα καλλιτεχνικά του όνειρα.
Ξεκίνησε με το φίλο του Νίκο Τσιφόρο ως θεατρικός συγγραφέας, αλλά η κινηματογραφική αρχή έγινε το 1944, όταν έγραψε και σκηνοθέτησε τη ταινία «Τα χειροκροτήματα», μία παραγωγή της Νόβακ φιλμ, που σήμερα έχει ιστορική αξία, αφού πρωταγωνιστούσε και αποτυπώνεται για μοναδική φορά ο σπουδαίος μουσικός της εποχής Αττίκ (ο κατά κόσμον Κλέων Τριανταφύλλου, που έγραψε ιστορία στην περίφημη Μάντρα του). Η ταινία είχε μεγάλη απήχηση, ενώ ο ίδιος ο Αττίκ αυτοκτόνησε λίγο μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων, ακολουθώντας έτσι το σενάριο της ταινίας.
Στη συνέχεια ο Γιώργος Τζαβέλλας ξεκίνησε μεγάλη συνεργασία με τη Φίνος Φιλμς και ακολούθησαν, μεταξύ άλλων, οι ταινίες:
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε όλες τις ταινίες που σκηνοθέτησε ο Γιώργος Τζαβέλλας, έγραψε και το σενάριο, ενώ παράλληλα έγραψε και σειρά θεατρικών έργων.
Το 1962 έγινε μέλος της κριτικής επιτροπής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, θεσμό τον οποίο στήριξε με όλες του τις δυνάμεις.
Το 1974 έγινε πρόεδρος της Γενικής Κινηματογραφικών Επιχειρήσεων, που αργότερα μετονομάστηκε σε Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου.
Πέθανε στις 19 Οκτωβρίου του 1976.
«Πιστεύω ότι η Τέχνη δεν διδάσκεται, αλλά υπάρχει μέσα στον άνθρωπο… Η δουλειά του συγγραφέα και του σκηνοθέτη είναι από κείνες που δεν παίρνουν μέσον, γιατί κρίνονται από το μεγάλο κοινό, που είναι αμείλικτο και δίκαιο... Κατά την δική μου γνώμη, οι λέξεις «τυχερός» και «τύχη» δεν υπάρχουν και στα δύο επαγγέλματά μου. Υπάρχει μόνο προσωπική αξία, σκληρή δουλειά και καθημερινή πάλη… Προσωπικά πιστεύω ότι αν όλα τα πράγματα ήταν εύκολα, η ζωή δεν θα είχε ενδιαφέρον.»
Ξεκίνησε με το φίλο του Νίκο Τσιφόρο ως θεατρικός συγγραφέας, αλλά η κινηματογραφική αρχή έγινε το 1944, όταν έγραψε και σκηνοθέτησε τη ταινία «Τα χειροκροτήματα», μία παραγωγή της Νόβακ φιλμ, που σήμερα έχει ιστορική αξία, αφού πρωταγωνιστούσε και αποτυπώνεται για μοναδική φορά ο σπουδαίος μουσικός της εποχής Αττίκ (ο κατά κόσμον Κλέων Τριανταφύλλου, που έγραψε ιστορία στην περίφημη Μάντρα του). Η ταινία είχε μεγάλη απήχηση, ενώ ο ίδιος ο Αττίκ αυτοκτόνησε λίγο μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων, ακολουθώντας έτσι το σενάριο της ταινίας.
{gallery}tzavelas{/gallery}
Στη συνέχεια ο Γιώργος Τζαβέλλας ξεκίνησε μεγάλη συνεργασία με τη Φίνος Φιλμς και ακολούθησαν, μεταξύ άλλων, οι ταινίες:
- «Πρόσωπα λησμονημένα» (1946) με τον Γιώργο Παππά
- «Μαρίνος Κοντάρας - ο κουρσάρος του Αιγαίου» (1948) με τον Μάνο Κατράκη η οποία υπήρξε η πρώτη ταινία που συμμετείχε σε διεθνές φεστιβάλ
- η τεράστια εμπορική επιτυχία «Ο μεθύστακας» (1950) με ένα συγκλονιστικό Ορέστη Μακρή,
{mosimage}
- «Η αγνή του λιμανιού» (1951) με την Ελένη Χατζηαργύρη
- «Ο γρουσούζης» (1952) με τον Ορέστη Μακρή
- «Το σωφεράκι» (1953) με τον αξεπέραστο σωφέρ Μίμη Φωτόπουλο
- Το 1955 ήταν η ώρα της θρυλικής «κάλπικης λίρας», από την Ανζερβός, η οποία υπήρξε η πρώτη σπονδυλωτή ελληνική ταινία, είχε πρωταγωνιστές την ελίτ της εποχής (Βασίλης Λογοθετίδης, Ίλυα Λιβικού, Μίμης Φωτόπουλος, Σπεράντζα Βρανά, Ορέστης Μακρής, Έλλη Λαμπέτη, Δημήτρης Χορν και ο Δημήτρης Μυράτ στην αφήγηση) και έγινε διεθνής επιτυχία.
{mosimage}
Ακολούθησαν άλλες πολυαγαπημένες ταινίες, που βλέπονται ξανά και ξανά από το τηλεοπτικό πλέον κοινό: - «Ο ζηλιαρόγατος» (1956) και πάλι από την Ανζερβός με τον Βασίλη Λογοθετίδη
{mosimage}
- «Μια ζωή την έχουμε» (1958) με τον Δημήτρη Χορν
- «Η Αντιγόνη» (1961), από την Norma Film Productions Inc. με την Ειρήνη Παππά, που ήταν η πρώτη oυσιαστική προσπάθεια μεταφοράς αρχαίας τραγωδίας στον κινηματογράφο
- και το 1965 η εξαιρετική «Η γυνή να φοβείται τον άντρα» με παραγωγούς τους Δαμασκηνό- Μιχαηλίδη και πρωταγωνιστές το αμίμητο ζευγάρι «Αντωνάκη» Γιώργο Κωνσταντίνου και «Ελενίτσα» Μάρω Κοντού. Η ταινία αυτή, που ήταν και η τελευταία του Γιώργου Τζαβέλλα, εκπροσώπησε την Ελλάδα στο Φεστιβάλ Βερολίνου 1965 και χάρισε στο δημιουργό της το βραβείο σκηνοθεσίας του Φεστιβάλ Σικάγο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε όλες τις ταινίες που σκηνοθέτησε ο Γιώργος Τζαβέλλας, έγραψε και το σενάριο, ενώ παράλληλα έγραψε και σειρά θεατρικών έργων.
Το 1962 έγινε μέλος της κριτικής επιτροπής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, θεσμό τον οποίο στήριξε με όλες του τις δυνάμεις.
Το 1974 έγινε πρόεδρος της Γενικής Κινηματογραφικών Επιχειρήσεων, που αργότερα μετονομάστηκε σε Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου.
Πέθανε στις 19 Οκτωβρίου του 1976.
{mosimage}
Ο ίδιος έχει πει: «Πιστεύω ότι η Τέχνη δεν διδάσκεται, αλλά υπάρχει μέσα στον άνθρωπο… Η δουλειά του συγγραφέα και του σκηνοθέτη είναι από κείνες που δεν παίρνουν μέσον, γιατί κρίνονται από το μεγάλο κοινό, που είναι αμείλικτο και δίκαιο... Κατά την δική μου γνώμη, οι λέξεις «τυχερός» και «τύχη» δεν υπάρχουν και στα δύο επαγγέλματά μου. Υπάρχει μόνο προσωπική αξία, σκληρή δουλειά και καθημερινή πάλη… Προσωπικά πιστεύω ότι αν όλα τα πράγματα ήταν εύκολα, η ζωή δεν θα είχε ενδιαφέρον.»