Ο Αντρέι Αρσένιεβιτς Ταρκόφσκι (1932–1986) υπήρξε ένας από τους πιο επιδραστικούς σκηνοθέτες στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου, με έργο που άσκησε καταλυτική επίδραση στην εξέλιξη της κινηματογραφικής αισθητικής και θεωρίας. Παρότι η φιλμογραφία του είναι περιορισμένη σε αριθμό, κάθε ταινία του συνιστά ένα ολοκληρωμένο φιλοσοφικό και αισθητικό σύμπαν, στο οποίο ο κινηματογράφος λειτουργεί ως μέσο βαθιάς πνευματικής και υπαρξιακής διερεύνησης.
Ο Ταρκόφσκι αντιλαμβανόταν τον κινηματογράφο όχι απλώς ως αφήγηση ή αναπαράσταση, αλλά ως κατεξοχήν τέχνη του χρόνου. Η έννοια του «γλυπτού χρόνου» —την οποία εισήγαγε και ανέλυσε στο θεωρητικό του έργο Σμιλεύοντας τον χρόνο (Sculpting in Time, 1986)— αποτελεί τη θεμελιώδη αρχή της κινηματογραφικής του κοσμοθεωρίας. Σύμφωνα με αυτήν, η κάμερα έχει τη δύναμη να καταγράφει και να αποτυπώνει τον χρόνο σε κίνηση, επιτρέποντας στον θεατή να βιώσει μια μορφή «χρονικού ρεαλισμού» που υπερβαίνει την απλή αφήγηση και πλησιάζει το βίωμα της συνείδησης.
Στον πυρήνα του έργου του Ταρκόφσκι βρίσκεται μια αέναη αναζήτηση νοήματος, η οποία εκφράζεται μέσα από την ποιητική χρήση του κινηματογραφικού μέσου. Οι ταινίες του δεν επιδιώκουν την πλοκή με την παραδοσιακή έννοια, αλλά περισσότερο την ανασκαφή του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου. Το υπαρξιακό άγχος, η μνήμη, η πίστη, η ενοχή, ο θάνατος και η επιθυμία για λύτρωση αποτελούν θεμελιώδη μοτίβα που επανεμφανίζονται καθ’ όλη τη φιλμογραφία του.
Ο ήρωας στον Ταρκόφσκι είναι πάντοτε σε κρίση· βρίσκεται σε μια πορεία αναζήτησης, όχι εξωτερικής, αλλά εσωτερικής. Αυτή η υπαρξιακή διάσταση συνδέεται άρρηκτα με το μεταφυσικό στοιχείο που διατρέχει ολόκληρο το έργο του. Το θρησκευτικό συναίσθημα, η μεταφυσική αγωνία και η πίστη —όχι απαραίτητα σε θεσμοθετημένες θρησκείες, αλλά στην ίδια την ύπαρξη κάποιου υψηλότερου νοήματος— αποτελούν κεντρικούς άξονες της κινηματογραφικής του έκφρασης.
Η μορφική του γλώσσα χαρακτηρίζεται από τη χρήση μακρών πλάνων, την απουσία γρήγορου μοντάζ και την έμφαση σε φυσικά στοιχεία όπως το νερό, η φωτιά, η βροχή και το φως. Αυτά τα στοιχεία δεν είναι απλώς σκηνογραφικά, αλλά φέρουν έντονη συμβολική και πνευματική σημασία. Τα τοπία και οι χώροι δεν λειτουργούν ως ουδέτερα περιβάλλοντα, αλλά εντάσσονται στον αφηγηματικό και ψυχικό πυρήνα της κάθε ταινίας. Το τοπίο στον Ταρκόφσκι είναι σχεδόν υποκειμενικό: απηχεί τον εσωτερικό κόσμο του ήρωα και λειτουργεί ως καθρέφτης της ψυχικής του κατάστασης. Η φύση δεν είναι απλώς παρούσα· είναι μάρτυρας, συμμέτοχος και συν-φορέας νοήματος.
Ιδιαίτερη θέση στο έργο του κατέχει η αναπαράσταση του ονείρου και της μνήμης. Η ταινία Καθρέφτης (1975) αποτελεί ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της προσέγγισης, καθώς διαλύει τα όρια μεταξύ παρόντος, παρελθόντος, ονείρου και πραγματικότητας, συγκροτώντας μια υποκειμενική αφήγηση που λειτουργεί περισσότερο σαν ροή συνείδησης παρά σαν κλασική δραματουργία. Ο θεατής καλείται όχι να «καταλάβει» την ταινία με γραμμικό τρόπο, αλλά να τη βιώσει ως εμπειρία, όπως ακριβώς βιώνει και τις αναμνήσεις του ή τα όνειρά του.
Η σχέση του Ταρκόφσκι με το σοβιετικό καθεστώς υπήρξε πάντοτε τεταμένη. Η ιδεολογική και καλλιτεχνική του ανεξαρτησία τον έφερε συχνά σε σύγκρουση με τις αρχές, που αντιμετώπιζαν τις ταινίες του ως δυσνόητες, υπαρξιακά απαισιόδοξες και απομακρυσμένες από τις σοσιαλιστικές αξίες. Πολλές από τις ταινίες του γνώρισαν καθυστερήσεις στην παραγωγή ή περιορισμένη διανομή. Η μετακίνησή του στη Δύση στις αρχές της δεκαετίας του 1980 σηματοδότησε όχι μόνο μια προσωπική ρήξη με τη Σοβιετική Ένωση, αλλά και την επιθυμία του να απελευθερώσει την καλλιτεχνική του έκφραση από τα δεσμά της λογοκρισίας. Η Νοσταλγία (1983), που γυρίστηκε στην Ιταλία, και η Θυσία (1986), που γυρίστηκε στη Σουηδία, αποτελούν τις δύο τελευταίες του δημιουργίες, και ταυτόχρονα έναν στοχαστικό απολογισμό πάνω στην απώλεια, την πίστη και την οντολογική κρίση του σύγχρονου ανθρώπου. Η Θυσία, ιδιαίτερα, συνιστά ένα εσχατολογικό έργο που εστιάζει στην αγωνία του πυρηνικού αφανισμού και στην αναζήτηση προσωπικής θυσίας ως μέσο σωτηρίας.
Η συμβολή του Ταρκόφσκι στον κινηματογράφο υπήρξε ανυπολόγιστη. Το έργο του αποτέλεσε σημείο αναφοράς για ολόκληρες γενιές σκηνοθετών, από τον Θόδωρο Αγγελόπουλο και τον Μπέλα Ταρ, μέχρι τον Λαρς φον Τρίερ και τον Αλεξάντρ Σοκούροφ. Η αισθητική του, αλλά κυρίως η φιλοσοφική του προσέγγιση, συνέβαλαν καθοριστικά στη διαμόρφωση ενός στοχαστικού, υπαρξιακού κινηματογράφου, ο οποίος αντιπαρατίθεται στην εμπορική κυριαρχία του θεάματος.
Ο Ταρκόφσκι επεδίωξε να αναδείξει τον κινηματογράφο ως μέσο πνευματικής εγρήγορσης, ως εργαλείο στοχασμού και όχι απλώς διασκέδασης. Η τέχνη, για εκείνον, δεν είχε ως στόχο την ευχαρίστηση, αλλά τη διεύρυνση της συνείδησης, την κάθαρση και την πνευματική αφύπνιση του ανθρώπου.
Η κινηματογραφική του κληρονομιά παραμένει ζωντανή, όχι μόνο μέσω της συνεχιζόμενης μελέτης και προβολής του έργου του, αλλά και μέσω της διαρκούς παρουσίας του στον θεωρητικό διάλογο για το τι σημαίνει κινηματογράφος ως μορφή τέχνης. Ο Ταρκόφσκι δεν πρόσφερε απαντήσεις, αλλά ερωτήματα. Και είναι ακριβώς αυτή η σπάνια ποιότητα που τον καθιστά διαχρονικά αναγκαίο.