Δεν είναι στις λεωφόρους που χτυπάει η καρδιά της πόλης. Είναι στους στενούς δρόμους με τα κακό-συντηρημένα πεζοδρόμια. Είναι στα μικρά μαγαζιά, εκεί όπου ο χώρος μυρίζει καφέ, παλιό ξύλο, φθηνό σαπούνι, και κάτι που δεν περιγράφεται – κάτι σαν χρόνος που δε βιάζεται.
Αυτά τα μικρά μαγαζιά — ένα παλιό καφενείο με σεμεδάκι και ραδιόφωνο στη διαπασών, ένα ραφτάδικο με κορδόνια και κιμωλίες στον πάγκο, ένα παλαιοβιβλιοπωλείο με στοίβες βιβλίων έτοιμες να πέσουν — δεν πουλούν μονάχα πράγματα. Πουλούν κάτι που δεν μπαίνει σε τιμοκατάλογο: μια παύση μέσα στην ένταση, ένα βλέμμα, μια αφήγηση.
Εδώ και δεκαετίες, αυτά τα μαγαζιά υπήρξαν τα άτυπα σαλόνια των καλλιτεχνών. Εκεί που ο ποιητής άφηνε απλήρωτο τον λογαριασμό για μήνες και κανείς δεν του το θύμιζε. Εκεί που οι ηθοποιοί έρχονταν μετά την πρόβα, με τα βαμμένα πρόσωπα και τα κουρασμένα βλέμματα. Εκεί που οι ζωγράφοι έκαναν σχέδια σε χαρτοπετσέτες, και οι φοιτητές συζητούσαν για την επανάσταση — την κανονική ή την αισθητική.
Ήταν κάτι παραπάνω από στέκια. Ήταν καταφύγια. Όταν η πόλη γινόταν αδιάφορη, αυτοί οι χώροι έμοιαζαν να θυμίζουν ότι κάπου ανήκεις. Ότι δεν χρειάζεται να είσαι παραγωγικός, επιτυχημένος ή ευχάριστος. Χρειάζεται μόνο να είσαι εκεί. Να είσαι παρών. Έστω για έναν καφέ. Έστω για μια κουβέντα.
Κι οι ιδιοκτήτες; Πάντα ιδιαίτεροι. Άνθρωποι με μια άλλη χροιά στη φωνή. Δεν σου πουλούσαν απλώς· σου απηύθυναν λόγο. Ήξεραν τι διαβάζεις, τι γράφεις, τι ψάχνεις. Δεν ήταν επιχειρηματίες. Ήταν φύλακες πολιτισμού χωρίς τίτλο. Κρατούσαν τα κλειδιά ενός κόσμου που δεν βιαζόταν να αλλάξει.
Στην Αθήνα – και όχι μόνο – υπήρξαν δεκάδες τέτοια μέρη. Κάποια χάθηκαν σαν να μην υπήρξαν ποτέ, άλλα επιβίωσαν με πείσμα, κουβαλώντας στα ράφια τους μια κρυφή αντίσταση: την αντίσταση στη λήθη, στη μαζικότητα, στο εύκολο. Ένα μικρό κουρείο, ένα καφενεδάκι, ένα εργαστήρι, ένα πατάρι με χαρτιά και όνειρα – όλα αυτά είναι τα αληθινά μουσεία της πόλης. Μόνο που δεν έχουν ξεναγούς, ούτε εισιτήριο. Πρέπει να μπεις μόνος σου και να καθίσεις σιωπηλά.
Κάποιες φορές, όταν νυχτώνει, και οι δρόμοι αραιώνουν, μπορείς ακόμη να διακρίνεις από μια χαραμάδα φως. Ένα ραδιόφωνο παίζει κάτι παλιό. Δυο άνθρωποι μιλούν χαμηλόφωνα. Ίσως ένας σκύλος κοιμάται δίπλα στην πόρτα. Είναι ακόμη εκεί. Και όσο υπάρχουν, υπάρχει ακόμη μια πόλη που αντέχει να μην γίνει απόλυτα χρηστική. Μια πόλη που, ανάμεσα στα φώτα και τα σήματα, διατηρεί ακόμα μια φλόγα μικρή — σαν σπιρτόκουτο, σαν βλέμμα, σαν ποίημα.