Σε έναν χώρο με θέα το βουνό μιλάμε για τη ζωγράφο Ελένη Μπότσιου. Βουτάμε στο υλικό που έχει αφήσει… αμέτρητες δουλειές ταξινομημένες σε ράφια. Κατεβάζουμε τεράστια ντοσιέ και ταξιδεύουμε στις εικόνες. Πρόσωπα, σώματα, τοπία. Έργα ζεστά ακόμη, λες και το χέρι της έβαλε πάνω τους την τελευταία πινελιά πριν λίγα λεπτά.Ξεκινούμε από τα σπουδαστικά της σχέδια και φτάνουμε μέχρι την ώριμη δουλειά της, τις περιόδους της δημιουργικής κορύφωσης, εκεί όπου οι γραμμές ζωντανεύουν, τα χρώματα παράγουν την ψευδαίσθηση μιας αισθητικής αυτοτέλειας, οι φιγούρες, έχοντας ξεφύγει απ’ τα όρια του κώδικα που τις δημιούργησε, ετοιμάζονται να συνομιλήσουν.
Αναζητά επίμονα κάποια έργα που βρίσκονται στα πιο ψηλά ράφια. Στο πάτωμα κατεβαίνουν διαρκώς νέα πρόσωπα, ζωγραφισμένα πρόσωπα, που μας κοιτούν λίγο απορημένα, αλλά κατά βάθος ευχαριστημένα που τα εντοπίσαμε ανάμεσα στα εκατοντάδες άλλα. Είναι κυρίως γυναίκες και παιδιά που στρέφουν ήρεμα το βλέμμα πάνω μας, σαν να είμαστε εμείς ο πίνακας. Είναι σαφές ότι αυτά τα πρόσωπα έχουν υπάρξει, έχουν περπατήσει, έχουν μιλήσει.Που και που σχολιάζω κάποιο πορτραίτο και η Πάττυ Μπότσιου, κόρη της ζωγράφου, με πτυχίο ζωγραφικής και μεταπτυχιακές σπουδές στην ιστορία της τέχνης η ίδια, ανακαλεί τη φάση που το έργο δημιουργήθηκε και διηγείται λεπτομέρειες που το ζωντανεύουν κι άλλο. Η Ελένη Μπότσιου είναι εκεί, κάπου ανάμεσα στις φράσεις του διαλόγου μας…
η δουλειά που έχεις σήμερα στα χέρια σου πόση είναι σε σχέση με το σύνολο του έργου της Ελένης Μπότσιου;
- Το σύνολο της δουλειάς της δεν έχει καταμετρηθεί. Ήταν πολύ παραγωγική καλλιτέχνις. Ζούσε από το πρωί ως το βράδυ στο εργαστήριο της, σε καιρούς πολύ δύσκολους που τα πρακτικά προβλήματα είχαν λυγίσει τους περισσότερους ανθρώπους. Σε περιόδους κατοχής και οικονομικής ανέχειας εκείνη κατάφερε να παράγει έργο. Άλλωστε τιμήθηκε από το υπουργείο πολιτισμού γι’ αυτό, ανάμεσα σε άλλους καλλιτέχνες που παρήγαγαν πολιτισμό σε τόσο δύσκολες περιόδους.Όσο ζούσε, ως ένα σημείο, διαχειριζόταν το έργο της η ίδια. Από το 1995 και μετά συνεργαστήκαμε στην προσπάθεια καταγραφής του και την επιμέλεια του πρώτου λευκώματος που κάνει μια πρώτη σοβαρή καταγραφή του έργου της, ωστόσο υπάρχει πολύ δουλειά σε ιδιωτικές συλλογές και μουσεία που δεν έχει ακόμη καταγραφεί. Σήμερα, δέκα χρόνια μετά το θάνατο της, συνεχίζοντας να ταξινομώ το έργο που έχει αφήσει, προετοιμάζεται μια πιο σφαιρική καταγραφή, καθώς το έργο συνεχίζει να ζει και να καταλαμβάνει μια θέση στο εικαστικό σύμπαν και συνεχίζει την πορεία του αναβιώνοντας τη σχέση δημιουργού και θεατή μέσα από εκθέσεις, με τελευταία μια μεγάλη έκθεση που έλαβε χώρα στις Βρυξέλλες στην γκαλερί θεώρημα, το 2007, με θέμα: «Το χρονικό του πολέμου», που αποτελούταν από μια σειρά έργων με θέμα τον πόλεμο στο Κόσσοβο.
Σε τι περιόδους ή θεματικές χωρίζεται η δουλειά της;
- Κατ αρχήν είναι ανθρωποκεντρική η δουλειά της. Θα μπορούσαμε αν θέλουμε να την χωρίσουμε σε περιόδους και σε θεματικές να πούμε ότι μια είναι η σειρά με τα παιδικά πορτραίτα, άλλη αυτή με τα γυμνά και τα συμπλέγματα σωμάτων –η ίδια τα ονόμαζε ερωτικά-, άλλη αυτή με τα έργα με θέμα τη μητρότητα και τελευταία η σειρά που αποτελούσε μια καταγραφή του χρονικού του πολέμου στο Κόσσοβο, τότε που έκλεισε και για την ίδια η αυλαία.
Τι άνθρωπος ήταν η Ελένη Μπότσιου;
- Αυτό είναι δύσκολο να το απαντήσω. Ήταν ένας πολύ δυνατός άνθρωπος, γεννημένη για να υπηρετεί την τέχνη. Δεν άφησε τη δουλειά της ούτε μία μέρα. Και οι άνθρωποι που φτάνουν στο σημείο να αφήσουν ένα αποτύπωμα δεν πρέπει να χάσουν ούτε μια μέρα. Έλεγε συχνά ότι το μόνο πράγμα που αξίζει να αφιερωθεί κανείς στη ζωή είναι η τέχνη και με παρότρυνε να κάνω το ίδιο. Ήταν αυτό που θα λέγαμε γεννημένη καλλιτέχνις. Η τέχνη ήταν τρόπος ζωής. Ζούσε μέσα από αυτό και γι’ αυτό.
Ποια είναι η δική σου προσωπική σχέση με το έργο της;
- Αισθάνομαι ότι έχω μια ευθύνη, ότι έχω στα χέρια μου ένα υλικό το οποίο πρέπει να πάρει τη θέση που του ανήκει, ίσως επειδή δεν πρόλαβε να το κάνει η ίδια. Κάποιος πρέπει να το κάνει αυτό όταν πρόκειται για καλλιτέχνες με τέτοιο έργο. Δυστυχώς, όταν αυτό δεν συμβαίνει, δουλειές πολύ αξιόλογες ξεχνιούνται.
Σκοπός του έργου δεν είναι να κοσμεί έναν τοίχο. Κατά καιρούς επαναπροσδιορίζω τη σχέση μου με το έργο. Κοιτάω πάλι τους πίνακες και διαπιστώνω ότι ποτέ δεν είναι οι ίδιοι, σαν να έχουν πάντα ένα κρυμμένο μήνυμα. Είναι συγκλονιστικό να έρχεσαι σε επαφή με ένα έργο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρέπει να συνυπάρχεις με αυτό στην καθημερινότητα, πράγμα, ωστόσο, που η ίδια το έκανε. Ζούσε ανάμεσα στα έργα της, δεν τα αποθήκευε απλώς, τα είχε συνέχεια ανοιχτά και ήταν συνεχώς εκτεθειμένη ή σε διάλογο με τις εικόνες τους. Ακόμη και σήμερα δεν ξέρω ποια ανάγκη την ωθούσε να ζει ανάμεσα στα έργα της με τέτοιο τρόπο.
Πόσο αντικειμενικά μπορείς να δεις τη δουλειά της;
- Ποτέ δεν την είδα συναισθηματικά τη δουλειά της. Την ίδια έβλεπα συναισθηματικά. Είναι δύο τελείως διαφορετικά πράγματα. Πιστεύω ότι αυτό που μας λείπει είναι η πραγματική ζωγραφική. Αυτή η δουλειά είναι πραγματική ζωγραφική, με ότι μπορεί να σημαίνει αυτό για τον καθένα. Το έργο της το αντιμετωπίζω όπως θα αντιμετώπιζα το έργο οποιουδήποτε καλλιτέχνη που θα ερχόταν στα χέρια μου. Αν πρέπει να το δω αυστηρά θα το δω έτσι. Άλλωστε πάντα έτσι αντιμετώπιζα το έργο της και εκείνη εκτιμούσε τη γνώμη μου. Ήμασταν σε έναν γόνιμο διάλογο.Κάποτε έλειπα στην Αμερική… μετά από αυτή την περίοδο, που η απόσταση είχε μειώσει τη δυνατότητα της ζωντανής καθημερινής επικοινωνίας, εντυπωσιάστηκα από την καινούργια της σειρά και ήξερα ότι αυτό που έβλεπα και ένιωθα ήταν τόσο αντικειμενικό όσο οποιαδήποτε άλλη αντίδραση μου σε έργα τέχνης γενικώς.
Υπάρχει κάποια χαρακτηριστική στιγμή που έρχεται στη μνήμη σου από φάσεις στο χώρο του εργαστηρίου της;
- Πέρασε μια περίεργη περίοδο αναζητήσεων. Βγαίνοντας από αυτό που θα λέγαμε: φάση επίδρασης από το 19ο αιώνα, που την περνούσαν πολλοί καλλιτέχνες της εποχής της, μπήκε σε μια μεταβατική περίοδο, που άρχισε να ανακαλύπτει άλλα πράγματα, άλλους χώρους εικαστικούς, και για λίγο έχασε τον εαυτό της μέχρι να τον ξαναβρεί πάλι. Ήταν όλη της η διαδρομή από την περιγραφική σε μια πιο αφαιρετική προσέγγιση πάνω στο έργο της. Θυμάμαι, για πολλά χρόνια, καθόταν στο εργαστήριο της μέχρι αργά το βράδυ, δώδεκα ή μία η ώρα μετά τα μεσάνυχτα… ξαφνικά, ένα βράδυ, την άκουσα να τρέχει και να κατεβαίνει στον κάτω όροφο, όπου βρισκόμουν εγώ, «τι έγινε;» της είπα, νομίζοντας ότι κάτι είχε συμβεί, και κείνη μου είπε «πρέπει να γυρίσω πίσω, δεν πάει άλλο, έφτασα αφαιρετικά σε ένα σημείο που δεν πάει παραπέρα…». Είχε, θυμάμαι, μια έκφραση, σαν να είχε συναντηθεί με τον ίδιο το Θεό. Πιστεύω ότι, τότε ακριβώς ήταν μια από αυτές τις στιγμές που κατανόησε τι σημαίνει να είσαι δημιουργός.
Τι αποτίμηση έχει γίνει στο έργο της μέχρι στιγμής;
- Επειδή ξεκίνησε να δραστηριοποιείται σε επαρχιακή πόλη, δηλαδή στα Γιάννενα, ήταν πιο δύσκολο να γίνει η αποτίμηση του έργου της νωρίς, διότι βρισκόταν μακριά από τα μεγάλα κέντρα. Θα μπορούσε να ήταν πολύ διαφορετική η πορεία και η αξιολόγηση του έργου της αν γινόταν μια πολύ διαφορετική προσέγγιση, αλλά αυτό δεν ήταν εφικτό. Μάλιστα η ίδια έλεγε χαρακτηριστικά: «Θα έπρεπε να φύγω, και να εγκαταλείψω ακόμη και την οικογένεια μου, αν ήθελα το έργο μου να πάρει τη θέση που θα μπορούσε να πάρει».
Έκανε πολλές εκθέσεις;
- Ναι έκανε και συμμετείχε και σε πολλές ομαδικές.
Πού σπούδασε;
- Σπούδασε στην Αθήνα. Πήγε και δούλεψε με τον Ζογγολόπουλο τον γλύπτη, υπάρχουν και πολλές επιστολές από εκείνον που της είχε προτείνει να συνεργαστούν. Ωστόσο με τους περιορισμούς της τότε κοινωνίας δεν μπορούσε να παραμείνει πολύ μεγάλο διάστημα για τις σπουδές της στην Αθήνα και έτσι γυρνούσε στα Γιάννενα.
Τι πιστεύει πως θα μας έλεγε η ίδια σήμερα αν ήταν ανάμεσα μας και μιλούσαμε για το έργο της;
- Κοίταξε, λίγο πριν φύγει μου είχε πει ότι πριν περίπου έξι μήνες είχε δει ένα όνειρο, έναν τεράστιο ήλιο πορτοκαλί που έδυε και μια φωνή που της είπε «Ελένη το άστρο σου έδυσε» και η ίδια το μετέφρασε ως «η ζωγραφική για μένα τελείωσε έλαβε τέλος».
Ζώντας στο χώρο του εργαστηρίου της διαρκώς, έφυγε από αναπνευστικά προβλήματα. Όταν της το είπα, μου απάντησε πως ακόμη κι αν το ήξερε απ’ την αρχή πάλι το ίδιο θα έκανε.
Δεν ξέρω αν είχε κάτι άλλο στο μυαλό της, θεωρώ όμως ότι ένας άνθρωπος τόσο παραγωγικός δεν μπορεί ποτέ να σταματήσει να δημιουργεί.
Όνειρο της ήταν να κάνει ένα μεγάλο ταξίδι, σαν του Γκογκέν, να συναντήσει άλλες φιγούρες, να βρει φυσικά μοντέλα που θα έδιναν μια νέα πνοή στη δουλειά της. Να ζήσει για λίγο σε μια φύση απείραχτη από τον πολιτισμό, να ανιχνεύσει τις βαθιές πρωταρχικές διαθέσεις, τις αρχές και αξίες της ζωής, έξω από την κανονιστική καθημερινότητα της πόλης.
Αυτό ίσως ερμηνεύει κατά κάποιο τρόπο και την επιλογή της να ασχοληθεί στην τελευταία της δουλειά με τη θεματική που αναφέρεται στο Κόσσοβο.
Αυτό που έχω επίσης διαπιστώσει η ίδια είναι ότι οι δημιουργοί ζούνε για πάντα μέσα από το έργο τους. Οι ίδιοι οι καλλιτέχνες έχουν μέσα τους μια αίσθηση της υστεροφημίας ή της συνέχειας και το έργο αφήνει ένα αποτύπωμα για πάντα.
Με τι τεχνικές δούλευε;
- Δούλευε και με τα δάχτυλα πολλές φορές, κυρίως τα λάδια. Δούλευε με όλους τους τρόπους που μπορεί να δουλέψει κάποιος. Δεν την περιόριζε ούτε το υλικό ούτε το μέσον. Δεν θεωρούσε ότι πρέπει να έχει μια συγκεκριμένη σειρά από πινέλα για να δουλέψει. Πολλές φορές προχωρούσε με οποιοδήποτε υλικό μπορούσε να έρθει στα χέρια της, χωρίς κομφορμισμό.
Σύμφωνα με διαφορετικές καταγραφές έχει εντοπιστεί από την κριτική μια υφολογική συγγένεια με το έργο του Μπουζιάνη. Τι έλεγε η ίδια γι αυτό;
- Η ίδια όταν το πρωτοάκουσε αυτό χρειάστηκε να αναζητήσει το έργο του Μπουζιάνη, γιατί ως τότε δεν τον γνώριζε. Ήταν προφανώς από αυτές τις παραλληλίες που τόσο συχνά συμβαίνουν ανάμεσα σε καλλιτέχνες, από εσωτερική και μη επιδιωκόμενη ομοιότητα.
Ωστόσο, αυτός ο συσχετισμός του έργου της με το έργο του Μπουζιάνη, προς τον οποίο υπήρχε μια αφοριστική σχέση από την τοπική αγορά, επηρέασε το έργο της όχι πάντα με θετικό τρόπο. Άλλωστε η Ελένη Μπότσιου ήταν στην πραγματικότητα μια ζωγράφος που το έργο της είχε απήχηση, ζήτηση και καθημερινό διάλογο με ανθρώπους που το ήθελαν και δεν είχε μοναχικό η αποκλίνοντα χαρακτήρα, που να προσκρούει στα ζητούμενα της ζωντανής κοινωνίας που την περιέβαλε ως καλλιτέχνη αλλά και ως άνθρωπο.
Πως ανταποκρινόταν ο κόσμος στη δουλειά της.
- Πολύ θετικά, ζούσε από τη δουλειά της. Ήταν και η ίδια πολύ κοινωνική, αγαπούσε τους ανθρώπους και αυτό τους βοηθούσε να έρθουνε κοντά της χωρίς δισταγμό. Το σπίτι της, αλλά και το εργαστήριο της, ήταν κάθε μέρα γεμάτο με κόσμο. Συνδεόταν και με πολλούς ανθρώπους έξω από το χώρο της τέχνης, που παρακολουθούσαν τη δουλειά της, αλλά και με πληθώρα καλλιτεχνών, με τους οποίους υπήρχε μια συνεχής ζύμωση μέσα από έναν ζωντανό διάλογο ανταλλαγής απόψεων. Δεν την ενδιέφεραν τα χρήματα με την έννοια του πλουτισμού, την ενδιέφερε όμως η επικοινωνία.
Η ίδια έλεγε «αισθάνομαι πλούσια»
Η Ελένη Μπότσιου (1927-2003) γεννήθηκε στα Γιάννενα όπου και εργάστηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της. Σπούδασε ζωγραφική στην Αθήνα και εργάστηκε κοντά στον γλύπτη Γιώργο Ζογγολόπουλο και την Ελένη Ζογγολοπούλου. Δίδαξε ζωγραφική στο εργαστήρι των Ιωαννίνων και ήταν μέλος του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος. Παράλληλα με τη ζωγραφική ασχολήθηκε με την αγιογραφία και τη μικρογλυπτική. Η δουλειά της, ανθρωποκεντρική κυρίως, εξελίσσεται μέσα από διαφορετικές περιόδους μελέτης της ανθρώπινης φιγούρας και φτάνει μέχρι τις πολυπρόσωπες συνθέσεις της ώριμης περιόδου. Έργα της βρίσκονται σε πολλές δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ένωση Ανταποκριτών Ξένου Τύπου, Γαλλικό Ινστιτούτο, Δήμος Ποζάρεβιτς (Σερβία), Μουσείο σύγχρονης τέχνης Φλώρινας κ.α.
Η Πάττυ Μπότσιου σπούδασε ζωγραφική στην ΑΣΤΚ Αθήνας και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην ιστορία της τέχνης και στη Διοίκηση πολιτιστικών μονάδων. Σήμερα έχει στην κατοχή της το σύνολο του έργου που άφησε η Ελένη Μπότσιου στο χώρο του εργαστηρίου της και διαχειρίζεται τη συνέχεια του. Ασχολείται, επίσης, επί σειρά ετών, με την εκπαίδευση και σήμερα είναι πρόεδρος και ιδρύτρια του Ινστιτούτου Επαγγελματικής Κατάρτισης ΈΝΩΣΗ.